long-lasting → ανθεκτικός, μακροχρόνιος, μεγάλης διάρκειας, που διαρκεί πολύ, που κρατάει πολύ, παρατεταμένος, μακροημερεύων

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 856400
    • Gender:Male
  • point d’amour
long-lasting → ανθεκτικός, μακροχρόνιος, μεγάλης διάρκειας, που διαρκεί πολύ, που κρατάει πολύ, παρατεταμένος
long lasting
longlasting
« Last Edit: 18 Sep, 2024, 12:29:29 by spiros »


 

Search Tools