Η προταθείσα σκέψη περί συμπλήρωσης του αδικοχαμένου τελικού -ν έχει σημαντική βάση κατά την γνώμη μου. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια αρχική σκέψη "επανόρθωσης" της γλώσσας. Εάν το -ν χάνεται στον προφορικό λόγο, ενώ στον γραπτό οφείλουμε να το γράφουμε πάντα, η σκέψη μπορεί να επεκταθεί και στο ουσιαστικό ή στο ρήμα. Ή σε άλλα γράμματα/φαινόμενα που σχεδόν χάθηκαν ή χάνονται (ιστορική αύξηση κυρίως στον πληθυντικό αριθμό, αλλά και σε κάποια σύνθετα ρήματα: έγραφα, έγραφες, έγραφε, αλλά [ε]γράφαμε, [ε]γράφατε ... κλπ., φάνηκε εντί εφάνη[κε], εκποίησε αντί εξεποίησε κλπ.)
Εάν γραπτώς απορρίπτουμε εύκολα την αιτιατική "το Γιώργο", τότε ανεξάρτητα από τον τρόπο εκφοράς, γιατί να μη γράψουμε "τον Γιώργον"; Επίσης, το τελικό -ν έχει χαθεί και από το α΄ πληθ. του ενεστώτος, παρατατικού, αορίστου, μέλλοντος... (διαφέρουμε/διαφέρομεν, λύσαμε/[ε]λύσαμεν). Έτσι θα δημιουργηθεί ένα πρώτο ρεύμα γραπτής ορθότητας και ακρίβειας, η οποία σε πρώτη φάση θα μπορούσε να διαφοροποίηθεί από τον προφορικό λόγο και να έχει άλλη βαρύτητα.
Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας διαχωρισμός μεταξύ προφορικού/καθημερινού ύφους/λόγου και γραπτού λόγου, αλλά με την διαφορά ότι η γραπτή γλώσσα συνήθως κερδίζει περισσότερο έδαφος. Αν σε τακτά χρονικά διαστήματα λαμβάνουν χώρα κινήσεις-λιθάρια αναδόμησης της γλώσσας, οι αλλαγές αυτές θα εντυπώνονται στον ομιλητή (χωρίς να περάσουν αμέσως στον προφορικό λόγο) και θα γίνονται ένα είδος συνήθειας, αλλά "ορθής" συνήθειας. Διότι και η γλώσσα είναι ένας προσυμπεφωνημένος κώδικας: χθες ίσχυε αυτό, σήμερα όχι ή το αντίθετο, για αυτό το λέμε έτσι και για αυτό προβληματιζόμαστε για τον καλύτερο τύπο και ανασκάπτουμε το γλωσσικό παρελθόν με τόσο ενδιαφέρον. Ο ομιλητής αναγνωρίζει το γλωσσικό επίπεδο, το αφήνει να διαπεράσει τον νου του και κάποια στιγμή θα το υιοθετήσει ως τυπικά αποδεκτό ή σταθερό ή της μόδας. Με την αποδοχή αυτή προδιαγράφει με την ενεργό συνεισφορά του και την αντίστοιχη πορεία. Αν ήμασταν υπό βαρβαρικό ζυγό και δεν μας απέτρεπαν την διατήρηση της γλώσσας μας ή αν δεν υπήρχε παιδεία να την στηρίξει αυτόματα, η γλώσσα θα λάμβανε την δική της πορεία ορμώμενη από τον "ασυνείδητο" αυθορμητισμό απαιδεύτων ομιλητών. Όμως δεν είμαστε. Σήμερα έχουμε τον πλήρη έλεγχο και τα μέσα να καθορίσουμε μια μη αυθόρμητη γλωσσική πορεία (αλλά δυστυχώς δεν έχουμε ανθρώπους με οράματα στις κατάλληλες θέσεις), να επηρεάσουμε και να προβληματίσουμε τον φυσικό ομιλητή της ελληνικής, να αφυπνίσουμε και να επαναπροσδιορίσουμε την γλωσσική αξία, να κατανοήσουμε, αναγνωρίσουμε και σεβαστούμε το παρελθόν αυτό και την κληρονομία που βρήκαμε. Τέλος, να την διαδώσουμε.