Γιώργος Ιωάννου, Μουρμουρητό
...
Τι άλλο μπορείς να κάνεις παρά να περπατάς και ολοένα να μουρμουρίζεις φράσεις, προτάσεις, στίχους κι άλλα τέτοια κομματιάσματα, καθώς το βλέμμα σου καρφώνεται εδώ κι εκεί σε πρόσωπα, κινήσεις, μέλη και κορμοστασιές κι αναπηδούν αυθόρμητα από την καρδιά προς το μυαλό οι λέξεις που άλλοι χυδαίες τις λεν και άλλοι του κρεβατιού και που εσένα πάντως σε τινάζουν και σου δίνουν δύναμη...
Κανένας δεν γυρνάει να σε δει, πρέπει να γίνεις καρναβάλι για να σε προσέξουνε κι ούτε σ' αναγνωρίζουν καν γιατί βέβαια αυτοί δεν σε ξαναείδανε, ενώ εσένα σου φαίνονται γνωστοί και πάντως, αν όχι τα ίδια αυτά τα άτομα, το σόι τους γνωστό, η ράτσα, η κατηγορία τους, καθώς με τον καιρό και με τον κόπο μέσα σου κατατάσσονται, σε μερικές ομάδες όχι και πολλές. Το χάος ήταν στην αρχή, τώρα δεν υπάρχει, αλλά τι να το κάνεις.
Τις περισσότερες φορές που μίλησες, το έχεις μετανιώσει. Μεγάλη η απογοήτευσή σου, όχι μόνο από το νόημα των λόγων τους, μα κι από τη φωνή τους, τον τόνο της φωνής, το νόημα του ήχου της που σ' έκανε ν' ανατριχιάσεις. Κι όμως υπήρξαν περιπτώσεις που ευχαριστήθηκες, κάτι είχαν να σου πουν και το 'λεγαν εξαίσια.
«Ναι, Κύριε» λες «Ναι, Κύριε» και χαίρεσαι όταν σου δίνεται η ευκαιρία να το πεις και φωναχτά, απευθυνόμενος δήθεν σε κάποιον που έσπρωξες, που πάτησες, που σκούντησες κι αυτός γυρνάει και σε κοιτάει κάπως άγρια κι εσύ με άκρα ταπείνωση του λες: «Συγγνώμη, Κύριε» και βλέπεις να καλμάρει.
Και παρακάτω στην πλατεία βλέπεις άλλο πρόσωπο, εξίσου άγνωστό σου με το προηγούμενο, που όμως δεν το συμπαθείς, δεν το χωνεύεις ή και το μισείς, ενίοτε χωρίς να σου 'χει φταίξει, έτσι γιατί δεν σου γουστάρει η φάτσα του, το ύφος του, μπορεί και οι προθέσεις του, που δεν απέχουν από τις δικές σου και πολύ: «Τι σιχαμένο κάθαρμα», διαλογίζεσαι και είναι σαν να το κολλάς στο κούτελό του.
Ένας ωραίος τρόπος αυτοσυγκεντρώσεως είναι να περπατάς κοιτάζοντας μόνο τα πόδια τους, να βλέπεις τα παπούτσια και τις φόρμες των, τα κεντημένα δήθεν με πολλά γαζιά, τα ψηλοτάκουνα με το άγαρμπο το βάδισμα, τα ξεβαμμένα, σκονισμένα απ' το πολύ περπάτημα. Και μόνο όταν δεις αυτά να υψώνεις περισσότερο το βλέμμα σου, μάλλον κάτι καλύτερο βαστάζουνε αυτά τα πόδια.
Καλά θα ήταν να ήσουν λούστρος, απάνω στη στροφή, στο πεζοδρόμιο, όμως να λούστριζες μόνο παπούτσια συμπαθητικά, όχι αυτά με τα κεντήματα, ωσάν παπλώματα, ούτε τα μυτερά ίδια με σάντουιτς ούτε τα ψηλοτάκουνα όπως οι κόθορνοι, αλλά τα άλλα, τα τριμμένα, τα καθημερινά, με μούρες στρογγυλές λιγάκι όπως είναι τα άρβυλα, που δεν μυρίζουν δερματίλες πια, ούτε έχουν αποκάτω μπροκαδούρα - είναι και τούτα πλαστικά.
Και να μαζεύεις τα κέρματα ένα προς ένα, ζεστά ακόμα από τις τσέπες τους, εκείνες που ακουμπάνε στα μεριά τους, να τα μετράς με προσοχή μετά, να τα υπολογίζεις και μ' αυτά να αποζείς. Και ούτε εσύ να τολμάς να τους κοιτάζεις, ούτε αυτοί να καταδέχονται να σε προσέχουνε, μα να παρατηρείς με λατρεία μόνο τα παπούτσια τους, να τα γυαλίζεις στην εντέλεια, ωσάν αυτά να τους φοράνε και όχι αυτοί αυτά.
Από το βιβλίο Ομόνοια 1980 (1987)