Το πρόβλημα εμφανίζεται ενδεχομένως σε πολλά από τα παράγωγα του αρχαίου «άγω»: εισάγω, εξάγω, απάγω, διάγω, διεξάγω, ενάγω, συνάγω κ.ά.
Στα αρχαία ο μέλλων ήταν «άξω», ο αόριστος β΄ «ήγαγον» και η υποτακτική «αγάγω».
Εξαιτίας τούτου, εμφανίστηκαν και έπαιξαν στη δημοτική οι τύποι του μέλλοντα «θα παραγάγω» και «θα παράξω».
Έτσι, ακόμα κι η Ελληνομάθεια, ενώ στο «εισάγω» δίνει μέλλοντα «θα εισαγάγω», στο «παράγω» αναφέρει «θα παράξω / θα παραγάγω» και στον παρακείμενο «έχω εισαγάγει» αλλά «έχω παράξει».
Εγώ βάζω «αγάγω» παντού και έχω ήσυχο το κεφάλι μου: θα απαγάγω, έχω απαγάγει, θα εισαγάγω, έχω παραγάγει κ.λπ. και προσπαθώ να μην κλίνω τα «διάγω» και «ενάγω» σε περίεργους χρόνους.
Και πάντοτε κάνω τη διάκριση ανάμεσα σε στιγμιαίο («θα παραγάγουν») και εξακολουθητικό («θα παράγουν»).