fixated → αφοσιωμένος, κολλημένος, μονομανής, έχει κόλλημα, έχει φάει κόλλημα, περιορισμένος, εμμονικός, με εμμονή, έχει εμμονή, έχει προσδιορίσει ως στόχο, εστιασμένος, έχει εστιάσει, προσκολλημένος

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854577
    • Gender:Male
  • point d’amour
fixated → αφοσιωμένος, κολλημένος, μονομανής, έχει φάει κόλλημα, περιορισμένος, εμμονικός, με εμμονή, έχει εμμονή, έχει προσδιορίσει ως στόχο, εστιασμένος, έχει εστιάσει, προσκολλημένος
« Last Edit: 16 Feb, 2019, 22:36:47 by spiros »


 

Search Tools