Login
Social Login
Register
Menu
Home
Forum Home
Site Home
Ancient Greek Dictionary
Help
Forum Help
FAQ
Rules
Converters...
Currency
Measurements
Polytonic to Monotonic
Greeklish
Beta Code
Gibberish
Tmx to text
Excel to tmx
Excel to MultiTerm
Utilities...
Fix final -n
Word Macros
Rule of three calculator
Greek accentuator
Fix punctuation
E-mail clean up
Calculator
What's new
Search
Forum Search
Search Tools
Magic Search
How to
Forum
EN⇄EL
All langs
Google
Greek
DE⇄EL
FR⇄EL
IT⇄EL
ES⇄EL
TR⇄EL
Resources
LA⇄EN/EL
EN🠒EL MS
AncientGR
LSJ
Translation - Μετάφραση
»
Translation Assistance
»
Greek monolingual forum
(Moderator:
Dr Moshe
) »
παρέχω, παρέξει, παρέξουν, παρέξουμε, παρέξετε (αντί για παράσχει, παράσχουν, παράσχουμε, παράσχετε);
παρέχω, παρέξει, παρέξουν, παρέξουμε, παρέξετε (αντί για παράσχει, παράσχουν, παράσχουμε, παράσχετε);
spiros
·
4 ·
101248
« previous
next »
Print
Pages:
1
Go Down
spiros
Administrator
Hero Member
Posts:
854231
Gender:
Male
point d’amour
παρέχω, παρέξει, παρέξουν, παρέξουμε, παρέξετε (αντί για παράσχει, παράσχουν, παράσχουμε, παράσχετε);
on:
07 Feb, 2011, 20:15:31
παρέχω, παρέξει, παρέξουν, παρέξουμε, παρέξετε (αντί για παράσχει, παράσχουν, παράσχουμε, παράσχετε);
Είναι συγκλονιστική η συχνότητα χρήσης των ανύπαρκτων τύπων:
παρέξει
,
παρέξουν
,
παρέξουμε
,
παρέξετε
. Φυσικά μας θυμίζει τον εξίσου εσφαλμένο τύπο
παράξω
(
αναλυτικά οι χρόνοι του ρήματος παράγω
).
παρέχω
[paréxo] -ομαι P πρτ. παρείχα, αόρ. γ' πρόσ.
παρέσχε
, παρέσχεσαν, απαρέμφ.
παράσχει
, παθ. αόρ. παρασχέθηκα, απαρέμφ. παρασχεθεί : δίνω, προσφέρω, προμηθεύω, εξασφαλίζω κτ. σε κπ.: ~ υποστήριξη / ευκαιρίες / διευκολύνσεις / εφόδια / υπηρεσίες / διαβεβαίωση / εγγυήσεις. O μισθός του του παρέχει τη δυνατότητα να ζει άνετα. Tο IKA παρέχει στους ασφαλισμένους του ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Στον τραυματία παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Στον τουρισμό οι παρεχόμενες υπηρεσίες είναι συχνά χαμηλής ποιότητας. [λόγ. < αρχ. παρέχω]
ΛΚΝ
Για να δούμε όμως το ρήμα αναλυτικά:
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
Ενικός
Πληθυντικός
Α
παρέχω
παρέχουμε
&
παρέχομε
διαλ.
Β
παρέχεις
παρέχετε
Γ
παρέχει
παρέχουν
&
παρέχουνε
προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Ενικός
Πληθυντικός
Β
πάρεχε
παρέχετε
Ενεστώτας-Μετοχή
παρέχοντας
Αόριστος-Οριστική
Ενικός
Πληθυντικός
Α
παρείχα
παρείχαμε
Β
παρείχες
παρείχατε
Γ
παρείχε
παρείχαν
&
παρείχανε
προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
Ενικός
Πληθυντικός
Α
παράσχω
παράσχουμε
&
παράσχομε
διαλ.
Β
παράσχεις
παράσχετε
Γ
παράσχει
παράσχουν
&
παράσχουνε
προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Β
παράσχετε
Αόριστος-Απαρέμφατο
παράσχει
Παρατατικός-Οριστική
Ενικός
Πληθυντικός
Α
παρείχα
παρείχαμε
Β
παρείχες
παρείχατε
Γ
παρείχε
παρείχαν
&
παρείχανε
προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
Ενικός
Πληθυντικός
Α
παρέχομαι
παρεχόμαστε
Β
παρέχεσαι
παρέχεστε
&
παρεχόσαστε
προφ.
Γ
παρέχεται
παρέχονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Β
παρέχεστε
Ενεστώτας-Μετοχή
παρεχόμενος
Αόριστος-Οριστική
Ενικός
Πληθυντικός
Α
παρασχέθηκα
παρασχεθήκαμε
Β
παρασχέθηκες
παρασχεθήκατε
Γ
παρασχέθηκε
παρασχέθηκαν
&
παρασχεθήκαν
προφ.
&
παρασχεθήκανε
προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
Ενικός
Πληθυντικός
Α
παρασχεθώ
παρασχεθούμε
Β
παρασχεθείς
παρασχεθείτε
Γ
παρασχεθεί
παρασχεθούν
&
παρασχεθούνε
προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Β
παρασχεθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατο
παρασχεθεί
Παρατατικός-Οριστική
Ενικός
Πληθυντικός
Α
παρεχόμουν
&
παρεχόμουνα
προφ.
παρεχόμασταν
&
παρεχόμαστε
Β
παρεχόσουν
&
παρεχόσουνα
προφ.
παρεχόσασταν
&
παρεχόσαστε
προφ.
Γ
παρεχόταν
&
παρεχότανε
προφ.
παρέχονταν
&
παρεχόντανε
προφ.
&
παρεχόντουσαν
προφ.
Παρακείμενος-Μετοχή
παρεσχημένος
λόγ.
Λεξισκόπιο: παρέχω | Neurolingo
«
Last Edit: 12 Jun, 2022, 17:41:51 by spiros
»
LSJ.gr — Look up Multiple Greek, Ancient Greek and Latin dictionaries
Frederique
Hero Member
Posts:
80202
Gender:
Female
Creative, Hardworking and Able!
Re: παρέχω, παρέξει, παρέξουν (αντί για παράσχει, παράσχουν);
Reply #1 on:
07 Feb, 2011, 20:24:37
Ευχαριστούμε Σπύρο. Πολύ χρήσιμο και ειδικά για τους αλλοδαπούς φίλους των ελληνικών!
Να ρωτήσω το εξής: [μου λείπουν δύο] :-)
Ελάττωμα που παραδέχομαι: Δεν μου αρέσουν οι κουρεμένες λέξεις όταν δεν τις γνωρίζω.
διαλ. = ;
προφ. = προφορικά
λόγ. = ;
Communicate. Explore potentials. Find solutions.
spiros
Administrator
Hero Member
Posts:
854231
Gender:
Male
point d’amour
Re: παρέχω, παρέξει, παρέξουν (αντί για παράσχει, παράσχουν);
Reply #2 on:
07 Feb, 2011, 20:29:49
Mouse over στη συντομογραφία.
«
Last Edit: 07 Feb, 2011, 20:36:31 by spiros
»
LSJ.gr — Look up Multiple Greek, Ancient Greek and Latin dictionaries
Frederique
Hero Member
Posts:
80202
Gender:
Female
Creative, Hardworking and Able!
Re: παρέχω, παρέξει, παρέξουν (αντί για παράσχει, παράσχουν);
Reply #3 on:
07 Feb, 2011, 20:33:44
ΟΚ. Να είσαι καλά!
Communicate. Explore potentials. Find solutions.
Print
Pages:
1
Go Up
Translation - Μετάφραση
»
Translation Assistance
»
Greek monolingual forum
(Moderator:
Dr Moshe
) »
παρέχω, παρέξει, παρέξουν, παρέξουμε, παρέξετε (αντί για παράσχει, παράσχουν, παράσχουμε, παράσχετε);
Search Tools
Search
This topic
This board
Entire forum
Google
Bing
Username
Password
Always stay logged in
Forgot your password?