Μα στην ουσία γίνεται συνασπισμός των δύο κομμάτων/παρατάξεων στις περιπτώσεις και μέρη που χρειάζεται. Δεν είναι ανάγκη να είναι γενικός (δηλαδή σε εθνικό επίπεδο). Πιστεύω ότι ο όρος coalition είναι κατάλληλος για τη χρήση που αναφέρεται η Δήμητρα. Η λέξη συνδυασμός αναφέρεται κυρίως στα ψηφοδέλτια. Δείτε και τα αντίστοιχα λήμματα από το ΛΚΝ που παραθέτω. Διαφορετικά θα πρότεινα την απλή απόδοση political combination μια και το ίδιο το ΛΚΝ από μόνο του αναφέρει το combination στο λήμμα «συνδυασμός».
ΛΚΝ:
συνασπισμός ο [sinaspizmós] Ο17 : ένωση δύο ή συνηθέστερα περισσότερων στρατιωτικών ή πολιτικών δυνάμεων, για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού. α. αμυντική ή επιθετική συμμαχία κρατών: Ο ~ των χωρών του ανατολικού / του δυτικού κόσμου. β. συνεργασία πολιτικών κομμάτων σε προσωρινή ή σε μόνιμη βάση: Ο ~ των κομμάτων της αριστεράς. Kυβέρνηση συνασπισμού. Kυβερνητικός ~. || το σύνολο των κρατών ή των ατόμων που μετέχουν σε ένα συνασπισμό: Οι αποφάσεις του συνασπισμού. [λόγ. < ελνστ. συνασπισμός `μάχη σε παράταξη με τις ασπίδες ενωμένες΄ σημδ. γαλλ. coalition]
ΛΚΝ:
συνδυασμός ο [sinδiazmós] Ο17 : I.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνδυάζω. 1α. συνένωση ή συνύπαρξη στοιχείων όμοιων ή ανόμοιων, με τέτοιον τρόπο, ώστε το ένα να συμπληρώνει και να ενισχύει το άλλο: Συσκευή που είναι ~ τηλεφώνου και ραδιοφώνου. Ο ~ της σωστής διατροφής και της άθλησης συντελεί στη διατήρηση της υγείας. Aυτό το αυτοκίνητο είναι ένας τέλειος ~ προηγμένης τεχνολογίας και χαμηλής τιμής. (ειρ.) Άνθρωπος / ενέργεια που είναι ~ βλακείας και θράσους. Ο τουρισμός σε συνδυασμό με την αγροτική παραγωγή εξασφαλίζει ένα υψηλό εισόδημα. || (γλωσσ.) φαινόμενο κατά το οποίο δύο γειτονικοί φθόγγοι ή δύο γλωσσικές ενότητες συνάπτονται οργανικά μεταξύ τους: Aπό το συνδυασμό των φωνημάτων σχηματίζονται οι λέξεις και από το συνδυασμό των λέξεων οι προτάσεις. β. αρμονική διευθέτηση πραγμάτων: H φούστα και η μπλούζα είναι ένας πρακτικός ~. Ο ~ του μαύρου με το άσπρο είναι διακριτικός και κλασικός. γ. συσχετισμός για εξαγωγή συμπεράσματος: Aυτά που είδα σε συνδυασμό και με όσα άκουσα με έπεισαν για την ενοχή του. 2α. (μαθημ.) ~ μ πραγμάτων ανά ν, οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους μπορούμε από μ πράγματα να λάβουμε ν πράγματα, έτσι ώστε κάθε συνδυασμός να διαφέρει από τους άλλους ως προς τη φύση τού ενός τουλάχιστον πράγματος. β. μηχανικό σύστημα που αντιστοιχεί σε αριθμούς, η κατάλληλη επιλογή των οποίων επιτρέπει το άνοιγμα μιας κλειδαριάς ασφαλείας: Οι διαρρήκτες βρήκαν το συνδυασμό του χρηματοκιβωτίου και το άνοιξαν. II. το σύνολο των υποψηφίων ενός κόμματος ή μιας συνδικαλιστικής παράταξης που ανήκουν στην ίδια εκλογική περιφέρεια και που περιλαμβάνονται στο ίδιο ψηφοδέλτιο: Tα κόμματα καταρτίζουν τους (εκλογικούς) συνδυασμούς τους. [λόγ. < αρχ. συνδυασμός `ένωση δύο προσώπων ή πραγμάτων΄ σημδ. γαλλ. combinaison & αγγλ. combination]