ΛΚΝ
υπάγω [ipáγo] -ομαι P πρτ. υπήγα, αόρ. υπήγαγα, απαρέμφ. υπαγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) υπάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπήχθη, υπήχθησαν, απαρέμφ. υπαχθεί : I.εντάσσω κπ. ή κτ. σε μια ιεραρχημένη σειρά, συνήθ. υπό τη δικαιοδοσία κάποιου άλλου: H Aρχαιολογική Yπηρεσία υπάγεται στο Yπουργείο Πολιτισμού. II. (λόγ.) πηγαίνω, στη ΦP ύπαγε οπίσω μου Σατανά*. [λόγ. < αρχ. ὑπάγω `φέρνω κάτω από΄]
Την ίδια που έχει και στη φράση «ύπαγε οπίσω μου, Σατανά».