downgrade → υποβάθμιση, υποβιβασμός, κλίση, κατωφέρεια, κατήφορος, τάση προς παρακμή, κατάπτωση, παρακμή, κατιούσα, ξεπεσμός, μείωση βαθμού, υποβαθμίζω, υποβιβάζω, κακολογώ, μειώνω, μειώνω βαθμό, βάζω χαμηλότερο βαθμό

wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73949
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
downgrade → υποβιβασμός, υποβάθμιση

Την επιστροφή σε προγενέστερη έκδοση ενός προγράμματος τη λέμε υποβάθμιση (κατ' αντιστοιχία με το upgrade) ή υποβιβασμό;
« Last Edit: 13 Jan, 2018, 15:39:15 by spiros »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)





spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854577
    • Gender:Male
  • point d’amour


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73949
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Αυτό σκέφτηκα και αυτό χρησιμοποιούσα πάντα κι εγώ, αλλά η μαμά Microsoft στα γλωσσάριά της δίνει μόνο τον υποβιβασμό και με κλόνισε.
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854577
    • Gender:Male
  • point d’amour
Συχνάκις οι μαμάδες, παρ' όλη την αγάπη τους, δεν είναι τέλειες... για φαντάσου να λέγαμε αναβιβασμό την... αναβάθμιση. Βέβαια, υπάρχει και η πολυσημία της υποβάθμισης που ενέχει κάποια προβληματάκια, αλλά έτσι είναι η γλώσσα, δεν υπάρχει μαθηματική τελειότητα και, εξάλλου, αντίστοιχη πολυσημία έχει και ο υποβιβασμός.

αναβάθμιση η [anaváθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναβαθμίζω. ANT υποβάθμιση: H ίδρυση πνευματικού κέντρου βοήθησε στην αναβάθμιση της περιοχής. H αναβάθμιση της παιδείας θα είναι το αποτέλεσμα ενός μακροχρόνιου σχεδιασμού.
[λόγ. αναβαθμι- (αναβαθμίζω) -σις > -ση]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη

υποβάθμιση η [ipováθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποβαθμίζω. ANT αναβάθμιση: H αναβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι ολοφάνερη η αναβάθμιση της πολιτικής ζωής του τόπου. H αναβάθμιση του θέματος / του ζητήματος.
[λόγ. υποβαθμι- (υποβαθμίζω) -σις > -ση]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη

αναβιβασμός ο [anavivazmós] Ο17 : (γραμμ.) ~ του τόνου, μετάθεση του τόνου σε προηγούμενη συλλαβή.
[λόγ. < ελνστ. ἀναβιβασμός]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη

αναβιβασμός [anavivazmós] ο, (L) ① raising, lifting (syn ανέβασμα) ② raising, increasing (syn ανέβασμα, άνοδος): ~ των τιμών ③ theat putting on the stage, staging, production (syn in αναβίβαση 1) ④ gramm shifting: ~ του τόνου (as e.g. in voc δέσποντα vis-à-vis nom δεσπότης) [fr LK αναβιβασμός, der of αναβιβάζω]
Λεξικό Γεωργακά
« Last Edit: 13 Jan, 2018, 15:36:37 by spiros »




wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73949
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Ναι, το είδα αυτό. Και να σκεφτείς ότι έκανα την αναζήτηση για πλάκα και έπεσα στον υποβιβασμό που προτείνει η MS και έπαθα πλάκα.
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


 

Search Tools