Μάνος Χατζιδάκις, Κοντέσα Εστερχάζυ (έργο: Gioconda’s smile (Το χαμόγελο της Τζοκόντας) (1965))
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Ένας ψαράς
Με την επάλληλη επαλλαγή, των κυμάτων του πεπρωμένου,
στον μυχό του ευρύστερνου κόλπου, ένας ψαράς στην άμμο,
κάτω από ’να πάπλωμα, αγρό της άνοιξης, κοιμάται,
ζώντας τους αιώνες της ιστορίας,
με τον αχό του φλοίσβου των πραγμάτων.
Η Κοντέσα καβάλα σε άσπρο άλογο
κι ο ψαράς από μόνος του συλλογιέται:
«Βάρκα θ’ αρματώσω για να σε κλέψω»,
στρέφοντας μέσα στον ύπνο το βλέμμα του,
μες στο σκοτάδι προς τ’ άστρα,
πάνω απ’ τα γυμνά ερείπια του πύργου.
Απάντεχε να ξημερώσει για να σηκώσει το πλεμάτι του,
με μπλεγμένες, κατά τη νυχτερινή βοσκή,
τις λαχτάρες του,
ταξίδι με γαλιότες κουρσάρικες, του βαλαντωμένου
με το υπερήφανο της Κοντέσας παράστημα.
Το χέρι του αποκοιμισμένου, αυτόματα,
προκειμένου να εκμηδενίσει κάθ’ αντίσταση στον πόθο του,
αρπάζει το κολοκοτρωνέικο σουγιά που χρησιμοποιεί,
στ’ άνοιγμα των μονόθυρων και δίθυρων οστράκων
της θάλασσας,
και σα να επρόκειτο γι’ απελατιλίκι αντρειωμένου,
το μπήγει στο χώμα της γης,
σκοτώνοντας την πραγματικότητα.
(1952)
Από τη συλλογή Ποιήματα (Παλαιοντολογικά) (1988)