Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Τρεις διηγήσεις του καθρέφτη
β. Μικροί καθημερινοί ηρωισμοί
Νεροποντές σκιές σε λευκές επιφάνειες τοίχων
καθήλωναν το βλέμμα του.
Ο ύπνος του έμπαζε νερά
– σκασμένη η μπογιά στην ίσαλο του ονείρου
κι η ευτυχία θα ’ρχόταν αν προλάβαινε να ξεχάσει.
Πέντε η ώρα το πρωί, εν πλήρει σιωπή, ανέστελλε
την έκλειψη του πάθους, αδειάζοντας μες στο δωμάτιο
κουβάδες πνιγμένων λυγμών.
Κάποιος θ’ ανάλωνε μες στην αγάπη του την αθλιότητά μας
αλλά ούτε όνομα ούτε χρονιά, αόρατες γραφές και υποσχέσεις.
Γι’ αυτό τι ωφελεί τα δοκάρια της οροφής να μελετάς;
Τις μυστικές συνομιλίες των ψυχών
μόνο συλλέκτες άστρων τις κατέχουν.
Μα εκείνος μίλαγε διαρκώς για παπούτσια παλιά
που μόνα τους διέσχιζαν ξεθωριασμένες διαβάσεις
για καπέλα παράταιρα που φόραγαν κάτι γριές ψευδαισθήσεις
και πάντοτε ψιθυριστά για τα πράσινα σεντόνια των χειρουργείων
με την κηλίδα της ζωής να εφημερεύει αμήχανη.
Τις νύχτες παραμόνευε πλανόδιους οργανοπαίχτες.
«Ήχους ν’ ακούω» έλεγε «περαστικούς κι απόμακρους όπως η ύπαρξή μου».
Από τη συλλογή Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα (2004)