Μανόλης Αναγνωστάκης

wings · 121 · 243923

wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Μανόλης Αναγνωστάκης, Μια ημερομηνία πριν από χρόνια

Ζήσαμε πάντα σε υγρές κι ανεξερεύνητες παραλίες
Στα σιωπηλά καφενεία με τις ετοιμοθάνατες καρέκλες
Τα σούρουπα έρχονται και ξανάρχονται κι η θάλασσα είν’ ατέλειωτη
Με τα θαμπά καράβια που φεύγουν και πλανιούνται στο σκοτάδι.
Είναι ωραίο και θλιβερό να θυμάσαι τόσα βράδια
Δεμένα μ’ απέραστους καπνούς και με δυο κατάμαυρα μάτια
Κι ένα χέρι που μάκραινε και χαιρετούσε απ’ το λιμάνι
(«Πορτ Σάιδ-Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη)
Ζήσαμε εκείνα τα θλιβερά και μονότονα καλοκαίρια
Κλεισμένοι πίσω από τα σίδερα της θάλασσας
Μετρώντας ένα-ένα τα κύματα και τ’ άστρα
Δοσμένοι στην πικρή μας προσμονή.
Άγονες μνήμες.
Τι σκέφτονται όλα αυτά τα καράβια μες στη νύχτα
Που χορεύουν δεμένα τόσα χρόνια και δε γέρασαν
Τυλιγμένα απ’ τις φουρτούνες τόσων και τόσων ταξιδιών
Τι θυμούνται τ’ αναμμένα τροπικά δειλινά
Τα φώτα που λυγίζουν και βουτάνε στο νερό
Τα παιδιά που δεν κοιμούνται και κλαίνε τα βράδια
(«Πορτ Σάιδ-Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη)
Ήταν τα μάτια της θλιμμένα σαν τα καλοκαιριάτικα απογέματα
Κλεισμένα βαθιά στα μυστικά της θάλασσας
Κι ένα χέρι μαλακό μπορεί να σε τραβήξει
Τραγουδώντας στα βάθη του πέλαγου στις μακρινές πολιτείες.

Ζήσαμε πάντα στις υγρές κι ανεξερεύνητες παραλίες
Με τη μνήμη πληγωμένη από μάτια και ταξίδια
Δεμένη πίσω απ’ ένα καράβι που δε θα γυρίσει
Μες στους απέραστους καπνούς και τα βραχνά τραγούδια
(«Πορτ Σάιδ-Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη).

Από τη συλλογή Εποχές (1945)
« Last Edit: 19 Jun, 2017, 14:31:41 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Μανόλης Αναγνωστάκης, Οι νικημένοι

Ανάβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου
Είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό τού χωρισμού
Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ’ όνειρο
Όμως ποιος δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πληγώσαν τα χρόνια μας
Ποιος δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει το χρέος μας ολόκληρο
Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους όρκους στη νιότη μας, αισθήματα πιο πλούσια από τ’ άναμμα της σάρκας
Ξέρεις πως πια ξεχάσαμε τ’ αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τους
Ξέρεις πως θά ’ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας
Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες χωρίς δίπλα μας να ’ναι κανείς ν’ ακούσει την αγωνία τής φωνής μας
Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούρια, κι όμως γιατί ν’ αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία;

Και μένουμε δυο νικημένοι μ’ ολιγόπιστα μάταια φερσίματα.

Από τη συλλογή Εποχές (1945)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Μαρια Φαραντουρη - Χαρης 1944 - YouTube

Μανόλης Αναγνωστάκης & Μίκης Θεοδωράκης, Χάρης 1944
(τραγούδι: Μαρία Φαραντούρη / δίσκος: Αρκαδία I – VII – VIII (1975))


Μανόλης Αναγνωστάκης, Χάρης 1944

Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας
Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα ’ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα
Αυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές
Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας
Μερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι
Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη.
Ήμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι.
Μια μέρα μάς σφύριξε κάποιος στ’ αφτί: «Πέθανε ο Χάρης»
«Σκοτώθηκε» ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα.
Κανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα ’χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα.
Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας
Μα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Κανείς δεν προφταίνει.

… Δεν είμαστε όλοι μαζί. Δυο-τρεις ξενιτεύτηκαν
Τράβηξεν ο άλλος μακριά μ’ ένα φέρσιμο αόριστο κι ο Χάρης σκοτώθηκε
Φύγανε κι άλλοι, μας ήρθαν καινούριοι, γεμίσαν οι δρόμοι
Το πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες
Μαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Μες στο χάος κυματίζουν τραγούδια.
Αν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπούνε ανελέητα τα τείχη
Ξεχώρισες μια: Είν’ η δική του. Ανάβει μικρές πυρκαγιές
Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας
Είν’ η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος
Π’ αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος που σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος
Που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες
Που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Αλήθεια και στο αίθριο το φως.

Από τη συλλογή Εποχές (1945)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Μανόλης Αναγνωστάκης: Εποχές 2

I


Προσπάθησε μ’ όση καρδιά σ’ απομένει, χάραξε τούτες τις δυο γραμμές σταυρωτά
Ύστερα γέλασε πάλι, δοκίμασε τη νιότη σου ακόμα μιαν Άνοιξη· δεν είναι μάταιο
Μη θυμηθείς κάποια μέρα κάποιον που έφευγε με δυο πληγωμένες παλάμες
Ήμουνα εγώ που σου ’λεγα πάντα: φεύγοντας ήτανε πια πολύ αργά
Κι είχαμε ακόμα πολλή πίκρα πολλή μνήμη πολλή νόηση
Κι η αγάπη είναι πάντα όμορφη ακόμα κι όταν δεν ψιθυρίζει παρά με δυο αβέβαια ανήσυχα χείλη
Κι όταν δε μένει παρά σα δυο χαρακιές σ’ ένα λευκό περιθώριο
Προσπάθησε, πάλεψε ακόμα, ένα τόσο μικρό ασήμαντο διάστημα
Σβήσε μια ακατανόητη παρένθεση μην τραυματίζεις την αμέριμνη ζωή σου.
(Ήταν Οχτώβρης όταν σου χάρισα, έτσι σα μιαν αχτίνα γυρισμού, ένα παλιό κλεισμένο τετράδιο
Και τότες που δε θέλαμε πια να πιστέψουμε πως μπορούσαν ν’ αργούσαν οι ώρες τόσο απελπισμένα όμοιες
Τόσες φορές έξι μέρες
Σ’ ένα μικρό δωμάτιο, σ’ ένα γραφείο, σε μια παιδική κλινική ποτισμένη χλωροφόρμιο
Ανακαλύψαμε ξάφνου μια νύχτα πως λησμονήθηκε μέσα μας τόσον καιρό η νοσταλγία της απουσίας.)

Τώρα προσπάθησε· εγώ τελείωσα· δεν έχω τίποτ’ άλλο να σου πω
Είναι μια λέξη κενή για μια στιγμή πλημμυρισμένη καλοσύνη
Ξέχασε, ξέχασε πάντα —φτάνει μια στάλα καινούριας ζωής—
Ένα παλιό κυριακάτικο δειλινό με δυο σπασμένες καρέκλες στο «Καφενείο των Ναυτικών»
Εκείνον π’ αγάπησες κάποτε κι ίσως νοστάλγησες κάποια στιγμή το γυρισμό του.

Από τη συλλογή Εποχές 2 (1948)
« Last Edit: 01 Jan, 2019, 18:18:20 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
ΝΙΚΟΣ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ - στο παλιό το Καφενείο.wmv - YouTube

Federico García Lorca & Νίκος Μαμαγκάκης, Στο παλιό το καφενείο
(απόδοση στα Ελληνικά: Αγαθή Δημητρούκα, τραγούδι: Νένα Βενετσάνου / δίσκος: Του έρωτα και του πάθους (1983))


Μανόλης Αναγνωστάκης: Εποχές 2

III


Έτσι όπως πια δεν το αποφάσιζες να φύγεις
Για κάθε πίκρα σου μη νιώθοντας οδύνη
Για κάποια δάκρυα που δε στέγνωσαν ακόμα
Για μιαν αρρώστια σου παλιά μη λογαριάζεις
Σκυμμένος πάλι μες στη νύχτα χωρίς λάμπα
Κάτω απ’ τις στέγες τις νεκρές της πολιτείας
Προσμένοντας μια Αυγή που σου ’χαν τάξει
Χρόνια ταξίδεψες διψώντας κάποιο γράμμα
—Μέσα σου πλήθος τ’ αμαρτήματα, τις τύψεις—
Με μια σβησμένη νοσηρή χρονολογία
Κι ούτε κανείς πια δε μ’ αντάμωσε σαν πρώτα
(Ούτε κανείς, αλήθεια, πρόσμενε να φέξει)
Έτσι όπως έμεινα κι εγώ τότε μια νύχτα
Ξένος ολότελα κι απ’ όλους ξεχασμένος
Με τη δική σου μοναχά τη συντροφιά
—Με σένα τόσα χρόνια μακριά μου—
Ξένος πολύ μέσα σε τούτο το παλιό το καφενείο
Έτσι όπως έμεινα μονάχος κάποια νύχτα
Μέσα σε τούτο το παλιό το καφενείο
Στο νυσταγμένο καφενείο όλη τη νύχτα
Στου Πειραιά, νύχτα, το βρόμικο λιμάνι

Από τη συλλογή Εποχές 2 (1948)
« Last Edit: 01 Jan, 2019, 18:19:02 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Μανόλης Αναγνωστάκης, Χειμώνας 1942

Ξημέρωσεν ο δείχτης πάλι Κυριακή.

Εφτά μέρες
Η μια πάνω απ’ την άλλη
Δεμένες
Ολόιδιες
Σα χάντρες κατάμαυρες
Κομπολογιών του Σεμινάριου.

Μια, τέσσερις, πενηνταδυό.

Έξι μέρες όλες για μια
Έξι μέρες αναμονή
Έξι μέρες σκέψη
Για μια μέρα
Μόνο για μια μέρα
Μόνο για μιαν ώρα.
Απόγευμα κι ήλιος.

Ώρες
Ταυτισμένες
Χωρίς συνείδηση
Προσπαθώντας μια λάμψη
Σε φόντο σελίδων
Με πένθιμο χρώμα.

Μια μέρα αμφίβολης χαράς
Ίσως μόνο μιαν ώρα
Λίγες στιγμές.
Το βράδυ αρχίζει πάλι η αναμονή
Πάλι μιαν εβδομάδα, τέσσερις, πενηνταδυό

………………………………………………..

Σήμερα βρέχει απ’ το πρωί.
Ένα κίτρινο χιονόνερο.

Από τη συλλογή Εποχές (1945)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Μανόλης Αναγνωστάκης, Απροσδιόριστη Χρονολογία

Αυτή η μέρα πέρασε χωρίς καμιάν απόχρωση
Τόσο διαφορετική από τις άλλες μέρες
(Ίσως η απαρχή ομοίων ημερών)
Έσβησεν έτσι ανάλαφρα όπως ήρθε
Χωρίς να παιχνιδίσει ο ήλιος στα κλαδιά
Τράβηξε τις κουρτίνες της με διάκρισην η νύχτα.

Μια μέρα τόσο διάφορη απ’ τις άλλες
Χωρίς τα σύμβολα του «πλην» και του «συν» π’ αυλακώνουν τη σκέψη
Χωρίς να βαραίνει καν τη ζυγαριά τής μνήμης
Πες σα μια σαπουνόφουσκα που τρυπήσαμε με την καρφίτσα
Σαν τον καπνό τσιγάρου χωρίς άρωμα.

Έτσι έπεσε ένα φύλλο από το καλαντάρι
Δίχως τον παραμικρότερο ήχο
(Χάθηκε και δεν ψάξαμε να το βρούμε)
Έμεινε το συρτάρι μας όπως τ’ αφήσαμε.

Ίσως –λες– πως δεν ήτανε καν μια μέρα
Μόνο που σήμερα φωνάζουν αρνητικά οι αριθμοί
Το ρολόι γυρισμένο ένα ακόμα εικοσιτετράωρο
–Λες– πως περάσαμε ασυνείδητα τα μεσάνυχτα
Έναν ολόισιο ασφαλτοστρωμένο δρόμο.

Από τη συλλογή Εποχές (1945)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Μανόλης Αναγνωστάκης: Θά ’ρθει μια μέρα…

Θά ’ρθει μια μέρα που δε θα ’χουμε πια τι να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να σ’ το πω
Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.

Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστον τον έρωτα, μα δε βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.
Απ’ την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και στη Σαγκάη∙ είναι κάτι κι αυτό δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις.

Καπνίσαμε –θυμήσου– ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ
–Ξεχνώ πάνω σε τι– κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον.

Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι εκεί θά ’ρθεις και θα με ζητήσεις
Δεν μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς ποτέ μοναχός του.

…………………………………………………………

Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο θερμαστή
Που μου διηγήθηκεν ολόκληρη την ιστορία του Σαμ Ντέιλαν
«Είναι αργά» μου είπε κάποτε «θα ‘πρεπε πια να πηγαίνουμε
Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε τόσο πολύ για έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε.
Πέθανε στην αγκαλιά μου και ψιθύριζε ένα γυναικείο όνομα
Είναι πολύ γελοίο να πεθαίνεις και να ψιθυρίζεις ένα γυναικείο όνομα».
Το μούτρο του άσπριζε παράξενα. Ύστερα δεν τον ξαναείδα.

Από τη συλλογή Εποχές (1945)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
https://www.youtube.com/watch?v=hU4h3pMNXfA

Κώστας Βάρναλης & Λουκάς Θάνου, Η μπαλάντα του κυρ-Μέντιου (με τον Νίκο Ξυλούρη)

Μανόλης Αναγνωστάκης, Επιτάφιον

Εδώ αναπαύεται
Η μόνη ανάπαυση της ζωής του
Η μόνη του στερνή ικανοποίηση
Να κείτεται μαζί με τους αφέντες του
Στην ίδια κρύα γη, στον ίδιο τόπο.

Από τη συλλογή Εποχές (1945)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
https://www.youtube.com/watch?v=n4m5cRKdyfw

Μάνος Χατζιδάκις & Νίκος Γκάτσος, Ο Ιρλανδός κι ο Ιουδαίος
(τραγούδι: Γιώργος Ρωμανός / δίσκος: Μυθολογία (1966))


Μανόλης Αναγνωστάκης: Ποιήματα που μας διάβασε ένα βράδυ ο λοχίας Όττο V… (I)

Σε δύο λεπτά θ’ ακουστεί το παράγγελμα «Εμπρός»
Δεν πρέπει να σκεφτεί κανένας τίποτ’ άλλο
Εμπρός η σημαία μας κι εμείς εφ’ όπλου λόγχη από πίσω
Απόψε θα χτυπήσεις ανελέητα και θα χτυπηθείς
Θα τραβήξεις μπροστά που μαντεύονται χιλιάδες ανήσυχα μάτια
Εκεί που χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω από μι’ άλλη σημαία
Έτοιμα να χτυπήσουνε και να χτυπηθούν.

Σ’ ένα λεφτό πρέπει πια να μας δώσουν το σύνθημα
Μια λεξούλα μικρή μες στη νύχτα, που σε λίγο εξαίσια θα λάμψει.

(Κι εγώ που ’χω μια ψυχή παιδική και δειλή
Που δε θέλει τίποτ’ άλλο να ξέρει απ’ την αγάπη
Κι εγώ πολεμώ τόσα χρόνια χωρίς, Θε μου, να μάθω γιατί
Και δε βλέπω μπροστά μου τόσα χρόνια παρά μόνο τον δίδυμο αδερφό μου).

Από τη συλλογή Εποχές (1945)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
https://www.youtube.com/watch?v=ZeZmx3KBwfY

Charles Aznavour & Georges Garvarentz, Hier Encore (1964)

Μανόλης Αναγνωστάκης: Ποιήματα που μας διάβασε ένα βράδυ ο λοχίας Όττο V… (II)

Σε τούτη τη φωτογραφία ήμουνα νέος κοντά 22 χρονώ· εδώ είναι η γυναίκα π’ αγαπούσα: η γυναίκα μου
Τη λέγανε Μάρθα· έσφιγγε το γιο μου με λαχτάρα στην αγκαλιά της
Δε μου ’πε: «χαίρομαι που πας να πολεμήσεις». Έκλαιγε σαν ένα μικρό κοριτσάκι.
Κι εδώ κάποιο σπίτι παλιό μ’ έναν κήπο στη μέση και μ’ άνθη…
… Θυμάσαι όταν ήμασταν παιδιά είχαμε ένα ξύλινο άλογο και μια γυαλιστερή τρομπέτα
Τα βράδια ξαγρυπνούσαμε στα βιβλία με τις αρχαίες ηρωικές ιστορίες
Τον αθώο μας ύπνο τυράννησαν οι αντίλαλοι των φημισμένων πολεμιστών
Ύστερα τα ξεχάσαμε όλα αυτά σε μια γωνιά γελώντας για τα παιδιάστικα καμώματα.
Ίσως αύριο μια τόση τρυπίτσα μού χαράξει το μέτωπο
Ω μια τρυπίτσα που χωρά όλο τον πόνο των ανθρώπων
Ποιος είμαι; Πού βρίσκομαι; Σκίστε τα ρούχα μου εδώ μπροστά στο στήθος
Ίσως θα βρείτε ακόμα τ’ όνομά μου σκαλισμένο. Ποιος το θυμάται;
Ψάξτε τα ρούχα μου ακόμα… Εδώ ήμουνα νέος 22 μόλις χρονώ
Κι εδώ μια γυναίκα που σφίγγει με λαχτάρα ένα παιδί στην αγκαλιά της.

(Έκλαιγε αλήθεια όταν έφευγα σαν ένα μικρό κοριτσάκι.)

Από τη συλλογή Εποχές (1945)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Μανόλης Αναγνωστάκης, Εποχές 2

IV


Το γνώρισες τούτο καλά
Ήταν μια νίκη κι αυτό
Πολύ παραπάνω από μια νίκη
Κι έτσι όπως ήτανε μακριά πολύ τα ξημερώματα
Εξουσιάζοντας τη συγκατάβαση της νύχτας
Χτυπώντας τους τοίχους της πιο απάνθρωπης αίσθησης
Παίζοντας βάναυσα στα κίτρινά σου δάχτυλα
Του μυαλού σου το ανυπάκουο
Τώρα το γνώρισες καλά
Έτσι στο τέλος πάντα πώς κερδίζεις μια φυγή
Της απόγνωσης την τρυφερότητα
Των διεγέρσεων τον σαρκασμό
Άλλωστε το ’χες, αλήθεια, τόσο κάποτε πει
Εσύ, εκείνος που πέθανε, ή κάποιος άλλος
(Ένας άλλος μονάχα)
Για κάποιο πρόσωπο μαρμάρινο μιλώντας
Για κάποιο πρόσωπο μαρμάρινο μιλώντας
Για κάποιο πρόσωπο που σβήστηκε μια νύχτα
Στου καθρέφτη το θόλωμα
Σα σύννεφο τις πρώτες μέρες του φθινόπωρου
Ασπίδα του ήλιου
(Μα τι γυρεύουν απόψε εδώ όλα αυτά;)
Άλλωστε ήτανε μια παλιά μας συνήθεια
Αποχτημένη συνήθεια με φρόνηση τόση
—Βιβλίων παλιών σκονισμένη σοφία—
Να ψάχνεις αδιάκοπα μιαν έρημο
Χωρίς ένα δέντρο, ένα ρίγος νερών
Χωρίς ένα λευκό φόρεμα αγνότητας
Χωρίς μιας βεβαιότητας αντίκρισμα.
Ήταν μια νίκη κι αυτό
Πολύ παραπάνω από μια ασήμαντη νίκη
Κι ας μην ήτανε τίποτε άλλο
Από ένα τρύπιο υπόστεγο χαμηλό
Τυραννισμένο απ’ τη βροχή
Ποτισμένο από μια θάλασσα τόσης θυσίας
Κι ας μην ήτανε τίποτε άλλο
Παρά μια νύχτα ολόιδια νύχτα
Χωρίς ούτε ένα σφύριγμα τρένου
Χωρίς ούτε μιας νοσταλγίας τυράννισμα
Ούτε ένα κλάμα παιδιού.
Και μη γυρέψεις πίσω τίποτε άλλο
—Αργούν τόσο πολύ τα ξημερώματα—
Κι η μέρα ας μη σε βρει με τα βρεγμένα σου ρούχα
Με πλήθος καμώματα ξένα
Με πλήθος αγάπη ζεσταμένη στη θέληση
Σα ρημαγμένο πάρκο την Άνοιξη
Σαν ασυλλόγιστη λεηλασία.
Ναι, μη γυρέψεις ποτέ, τι σε θέλουν όλα αυτά
Θυμήσου την άνομη τύψη
Πάνω σε βίαια πρωτόγονα κρεβάτια
Νύχτα, Νύχτα βαθιά χωρίς κούραση
Νύχτα δεν είσαι πικρή σαν το γνώριμο
Μη σβήσεις πια το πρόσωπό σου εσύ μονάχη
Μες στου καθρέφτη το θόλωμα
Όπως το κάθε πρόσωπο που πέρασε
Σπάζοντας αλογάριαστα φτηνά το κάθε τι
Το κάθε τι π’ απόμεινε ακόμα
Ζεστό σαν το απρόσιτο.

Από τη συλλογή Εποχές 2 (1948)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Μανόλης Αναγνωστάκης, Εποχές 2

V


Φτάνεις κι εσύ κάποτε να πιστέψεις πως σάπισαν όλα τα περάσματα πως αμείλιχτοι φύλακες στέκονται ορθοί σε κάθε γωνιά. Πολλές φορές η νύχτα ξέρει να σου μιλά σα μια θανάσιμη ηδονική φίλη μα συ δε θες να την ακούς, ζητάς μια λάμπα, τίποτε άλλο από μιαν ελάχιστη λάμπα, μια λάμπα τόσο ταπεινή μέσα σε τούτο το σκοτάδι. Έστω λοιπόν, θα περιμένουμε εδώ τα ξημερώματα —μπορούμε στη ζωή μας δυο φορές να ξαναρχίσουμε— χωρίς όλο τούτο το φορτίο των αδέσποτων λέξεων να βαραίνει το μυαλό μας, χωρίς όλους αυτούς τους σεμνούς ανθρώπους τόσο βέβαιος απόλυτα ο καθείς για τον εαυτό του, διστάζοντας τι να προσφέρουνε στον άλλο: ένα σπαθί ή ένα άνθος, χωρίς αυτούς τους τυφλούς χιμαιρικούς υπαίθριους ρήτορες που βλέπουνε τα χρόνια τους αδιάφοροι να φεύγουνε σαν τους τροχούς μιας πανάρχαιας άμαξας βαριάς. Ήρθανε, τότε, τόσοι, αιχμαλωτίζοντας τον θάνατο με μια λαχανιασμένη χειρονομία δίχως να κρατούν μαζί τους παρά μια σφαίρα μοναδικιά για το δικό τους κορμί. Γυναίκες που τα μαρτυρικά τους δάκρυα δεν μπόρεσαν να σβήσουνε πάνω στο μάρμαρο ποτέ τις χαρακιές της προσφοράς τους. Η γνώριμη πικρή μυρουδιά του κλεισμένου από χρόνια δωμάτιου, του μουχλιασμένου δωμάτιου, μια νύχτα μια νύχτα πια χωρίς επιστροφή.

Πολλοί μας μίλησαν επίσης για την Εποχή
Για των καιρών το βαρυσήμαντο
Έπρεπε βέβαια κι εσύ πια να διαλέξεις
Αυτό που λέμε μια συνέπεια μια ακεραιότητα
Κάτι το ανθρώπινο με μια οποιαδήποτε τελείωση
Ξεχνώντας τι μοιράζουμε κάθε καινούρια στιγμή.
Άλλοι μας είπανε να γονατίσεις έστω μια φορά
Σ’ αυτό, ας πούμε, που καθορίστηκε αναχώρηση
Μπροστά σ’ ένα κρεβάτι σε μια γύμνωση
Σε μια φωτιά μπροστά χαμηλωμένη.
Μα αλήθεια πες μου εσύ, πώς να νικήσεις
Ετούτο το κουρέλι με το σχήμα της καρδιάς σου
Ετούτο τον καπνό που αντιστέκεται στον άνεμο
Εσύ που μόνο το ’ξερες πόσες φορές
Μετρήσαμε στις ίδιες πλάκες τα βαριά μας βήματα
Βουλιάξαμε τα πόδια μας στην ίδια σάπια λάσπη
Βρήκαμε ένα θλιμμένο κυπαρίσσι
Πίσω από μια γλυκιά μορφή παιδιού
Εσύ μονάχα θα τραβήξεις τις κουρτίνες
Πίσω τους τα ψυχρά ηδονισμένα ομοιώματα
Βαμμένα αξιοθρήνητα γελοία
Χτυπούνε τα δυο χέρια τους σε πίδακα χαράς.
Εγκατάλειψη. Πόσο το καταλάβαμε στο τέλος
Καλά, για την ηθοποιία της βραδιάς
Για την απέραντη φτήνια και την κούραση
Κάποιας φυματικής ονειροπόλησης
Μ’ όλο που ήτανε κι αυτό στο κάτω-κάτω μια αναχώρηση
Πέρα απ’ το καθιερωμένο και το νόμιμο
Εγκατάλειψη με τη συναίσθηση της αδιάκοπης στιγμής
Για μια ηδονή που δε γνωρίζει μεταμέλεια
Για μια ανθρώπινη φυγή
Πέρα από κάθε όργιο σκέψεων
Ή αντικρουόμενων διαθέσεων.

Σάπισαν όλα τα περάσματα φύλακες βλοσυροί σε κάθε πόρτα. Σκέφτομαι τις σουβλερές κρύες κραυγές που καρφώνουν στα φέρετρά τους τους νεκρούς, τη χαλασμένη αγνότητα μιας γυναίκας που ξόδεψε ασυλλόγιστα τον παιδικό έρωτά της, ό,τι μπορούσες να πιστέψεις στην πιο χιμαιρική σου ασυνέπεια, μα τι είναι τούτο που ’χουμε ονομάσει ανεπανόρθωτο; Ίσως υπάρχει πάντα η διαφυγή, απομακρύνοντας τα βήματα του γυρισμού, όταν όλοι οι φίλοι σου έχουνε πεθάνει ανεξήγητα από μιαν άγνωστη αρρώστια, ίσως υπάρχει πάντα να σημάνει μια αναχώρηση πέρα από κάθε καθιέρωση και πίστη.

(Και ποιος να μας προσέξει, ποιος
και να μας λογαριάσει
στη θέση που καθόμαστε;)

Από τη συλλογή Εποχές 2 (1948)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Μανόλης Αναγνωστάκης, Εποχές 2

VI


Στον Ηλία

Γύρισες πίσω, κι η πολιτεία με τα σπασμένα σοκάκια σα γυναίκα τα ξημερώματα
Άνθρωποι πάντα βιαστικοί μέσα στους άσκοπους δρόμους προφασιζόμενοι κάποιο μεγάλο σκοπό
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε χωρίς κανένα κίνδυνο από τα τόσα κάρα που περνούνε
Λοιπόν, το ξέρεις πως πολλοί περάσανε τους θερμούς μήνες συζητώντας πού θα παραθερίζανε καλύτερα
Ένας θα προτιμούσε το βουνό, άλλος τη θάλασσα, στο τέλος συμφωνήσανε για μια καλή παρέα
—Γιατί, κάθε φορά που θυμούμαστε μοιάζουμε σαν τα καφενεδάκια του καλοκαιριού
Κρατώντας καθένας μια καρφίτσα μικρή που του ματώνει τα δάχτυλα;—
Έπειτα σκέφτεσαι πως και το άλλο πρωινό θα ξυπνήσεις μ’ ένα κουδούνισμα ολόιδιο στην πόρτα.
Στην επαρχία κάποτε μας άρεσαν τα δράματα τιμή που διαλαλούσανε τα πρωινά φύλλα
Κοιτάζαμε τις φωτογραφίες, κλαίγαμε μόνοι μας το βράδυ στη φωτιά για κάποιαν όμορφη που αυτοκτόνησε
Έχουμε εφημερίδες στο συρτάρι μας ένα σωρό με κίτρινα φύλλα.
Γύρισες πίσω διψώντας πάλι την προσδοκία μιας ατημέλητης αίσθησης
Ίσως να πίστευες πως γυαλίζανε οι δρόμοι ξανά στην πρώτη μεσημεριάτικη λάμψη τους
Όπως τα μακρινά φώτα ριγούσανε του λιμανιού σα στήθος αβέβαιο παρθένας
Η ταβέρνα κλειστή, διώξανε και τον μικρό που κάποτε ονειρεύτηκε πλένοντας πιάτα να πλουτίσει
Τώρα θυμάται ακόμα τα χειμωνιάτικα βράδια κάτω από την ασετυλίνη
Ακόμα θυμάται τους φίλους κάθε βράδυ που κουβεντιάζανε κι αυτός δεν ξέρει τι κι ύστερα ψιθυρίζανε
Ένα σκοπό που δεν τον άκουσε ποτέ στη μακρινή στη μακρινή του την πατρίδα.
... Μέσα σε τόσες εναντιότητες αναζητήσαμε μια χαλασμένη αισθαντικότητα
Σημαδεμένες χρονολογίες σα βιβλία βιβλιοθήκης πολυσύχναστης
Κι ήτανε πάντα πίσω από τη θύμηση οι γκρεμισμένες αψίδες του καλοκαιριού.
Κάποτε παίζουμε την αγάπη και τότε αλήθεια νιώθουμε ανυπέρβλητα αγνοί
—Μια γεύση φιλιού πάνω στην παιδική σου επιδερμίδα—
Παίζουμε τη φυγή την ανεπίστρεπτη πίσω από χάρτινες κουρελιασμένες πανοπλίες
Παίζουμε την οδύνη μέσα σε δυο πακέτα τσιγάρα ολοκαίνουρια
Την εγκαρτέρηση μιας νόησης σε δυο σκοινιά τεντωμένα στη χειμωνιάτικη βεράντα.
Άλλοτε πάλι αυτοί οι άνθρωποι ερωτεύονται παράξενα πολύ
Ανιχνεύουνε τη συμφορά μέσα στην πιο ευτυχισμένη τους ένταση
Πουλούνε την ηδονή τους για τις ασήμαντες διανοητικές τους αναμνήσεις
Αποσυνθέτουνε την παρουσία τους σε πολλαπλές αποχρώσεις.
Μέσα σε τόσες εναντιότητες πολιορκήσαμε την κλεμμένη μας άγνοια
Δε μάθαμε, ήταν αλήθεια, καμιά ποτέ μας προσευχή, το μεγαλείο της ταπείνωσης
Δεν σηκωθήκαμε μια Αυγή με την υπόσχεση της ακριβής υποταγής.

... Έκλαψα χτες, παίρνοντας ένα γράμμα από τον φίλο Ρ... που ταξιδεύει χρόνια στις επαρχιακές κωμοπόλεις
Μου γράφει: Θυμήσου τις βάρκες τα μεσάνυχτα γύρω στ’ αγκυροβολημένα φορτηγά
Μου γράφει: Θυμήσου τις μέρες μιας Άνοιξης ολόφωτες μέσα στο αιμάτινο φορτίο τους
Μου γράφει: Θυμήσου τους τέσσερις τοίχους που φύλαξαν αναφαίρετα τόσον καιρό το μυστικό μας
Έχασα τα βιβλία μου, φώναζες, έχασα τα χαρτιά μου, έχασα καθετί που πιότερο στον κόσμο αγαπώ.

Είχες χάσει κάτι πολύ περισσότερο. Μιαν ατέλειωτη νεότητα σε κάθε γωνιά της ολόπικρης νόησης.

Από τη συλλογή Εποχές 2 (1948)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Μανόλης Αναγνωστάκης, Εποχές 2

VII


Στη μνήμη του Αλέξη

Αυτό που ονομάσαμε φθινόπωρο ήτανε μια θεμιτή καθορισμένη αναγκαιότητα
(Η αφή μας μοιράζεται ανάμεσα σε σκυθρωπές κουρτίνες κι αισθήματα εφηβικά
Τα μάτια μας που ματώθηκαν από πυρπολούμενους θαλασσινούς ήλιους)
Κανείς ναυαγός δεν πεθαίνει χωρίς μια φωτογραφία νοσταλγική
Κανένα πλοίο δε σαλπάρει χωρίς καπνό και χωρίς δάκρυα.

Δε ζητήσαμε πίσω απ’ αυτή την πολιτεία καμιά σίγουρη εναλλαγή
Δεν ασφαλίσαμε τη βεβαιότητα της πληρωμένης εγκαρτέρησης
Το βράδυ ανάβουν οι βιτρίνες των νεωτερισμών, στριφογυρίζουν τα γραμμόφωνα
Μέρες γιορτής οι σημαίες υψώνονται, τα σχολεία μ’ ομοιόμορφες μπλούζες
Κάθε κενότητα αναπαύεται ανώδυνα πάνω σε καταχτημένες αποσκευές
Πηγαίνει στα ζαχαροπλαστεία, συνωθείται, ηδονίζεται
Περιφρονεί, αυτάρκης, κάθε είδους εγκατάλειψη.
Εμείς δε ζητήσαμε την ανεκπλήρωτη έξοδο, στενέψαμε την καρδιά μας
Έντιμοι στα βραδινά σφυρίγματα των κρατικών Σιδηροδρόμων
Που συγκλίνουν με τις πρώτες βροχές ομαλά, με θερινών ειδυλλίων ναυάγια
Αυτοί πιστεύουν πως ο χρόνος με τα χαρτιά περνάει πιο ευχάριστα
Αν δε βρέξει θα πάμε στο πάρκο, αν βρέξει στης κυρίας Αγγέλας
Εκεί που στη σοφίτα κατοικεί ο αρχαίος μαέστρος με τη γυναίκα του
Κι η κόρη αρραβωνιάζεται 29 χρονώ, απέκρουσε πολλές προτάσεις
Αγαπούσε τη διαστολή, τα θερινά ξενοδοχεία, τα κλειστά οικογενειακά κέντρα
Λατρεύει ένα βρέφος, θα τ’ ονομάσει Αγνή, αν κι ο γιατρός το έχει —ή σχεδόν— απαγορεύσει.

Αφήσαμε, νέα παιδιά, στο καφενείο η «Ωραία Σελήνη» τα κατακάθια του καφέ
(Η Μοίρα μας ανοίγεται θαυμασία: εδώ δρόμος, εκεί δρόμος, αποκεί επίσης δρόμος)
Το βράδυ θα παίξεις τρεις παρτίδες τάβλι για τρία γλυκά ή υποβρύχια
Το βράδυ έχει πάντα δροσιά. Γυναίκες περιφράσσουν τη δίοδο των στενωπών
Σηκώνονται, πηγαίνουν μέσα, ανανεώνονται και συνεχίζουν
Οι άνδρες επιστρέφουν αργά, έχουν δειπνήσει ή ισχυρίζονται
Ο ρόγχος των δωματίων είναι κενός, ο χρόνος επισκέπτεται αναλλοίωτος.

Από τη συλλογή Εποχές 2 (1948)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


 

Search Tools