Σταύρος Ζαφειρίου: Επί της ουσίας (11)
Και ίσως χρειάζεται να περιπλανηθείς
πιο πέρα από τις προβολές της ομφαλοσκοπίας
και ν’ αντικρίσεις τα ιερά των κορυφογραμμών
– τόπους όπου η μαρμαρυγή
τυφλώνει με τον θάνατο τη λήθη
(διπλός καφές ελληνικός και η κουβέντα
στα δυσπρόσιτα χωριά για την καμένη σάρκα,
σαν ήρθε ανάποδα η γη
κι ανέβηκε η κόλαση επάνω,
για τις μπουλντόζες
που τσακίζουν το χαλίκι στα περάσματα
των θηραμάτων και των κυνηγών τους),
στο φρύδι του μεσημεριού καθώς τα πράγματα
βάζουν τις λέξεις να τα πουν με τ’ όνομά τους.
Μαύρη η γλώσσα του πνιγμού και η βουή
του ποταμού –ποιου ποταμού;
ήσουν εκεί και η ορμή του ήταν ο δρόμος σου
να φτάσεις στα βαθιά των ερειπίων–
το γύρισμα της φτερωτής και ο τριγμός της πέτρας,
αλέθοντας την κάμερα
που ασχημονεί πάνω στην άδοξη σορό
των σκηνογραφιών της.
[Πρέπει να βρεις τον τόνο σου ανάμεσα στον κλονισμό και το μελόδραμά του∙ τη θέση να διαχειριστείς τόσες παραβολές των κωνοφόρων, τη λοιμική των μύθων που ξεχείλισαν από τα ελκώματα των κατακλίσεών τους. Και τώρα ακόμη, που έχει εμφανιστεί στον σκοτεινό του θάλαμο η πλίθινη σιωπή των Κορεστείων*, πρέπει να βρεις τον τρόπο που συμβαίνει η Ιστορία.]
* Κάπου ανάμεσα σε Καστοριά και Βίτσι. Άνω και Κάτω Κρανιώντας, Γάβρος, Μακροχώρι, Μαυρόκαμπος, Χαλάρα. Χωριά εγκαταλειμμένα απ’ τον εμφύλιο, που παραμένουν άδεια απ’ τις φυλές τους. Τα περπατάς, σφιγμένος στην αρχή, όμως σιγά-σιγά τα μάτια εξοικειώνονται, εξημερώνεται η γραφή για την περιγραφή τους. Σπίτια άλλα όρθια ακόμη, άλλα γκρεμίδια, χτισμένα όλα με πλιθιά, με στέγες από κεραμίδι και άχυρο. Κουφάρια λες, αλλά και κενοτάφια να τα πεις τον ίδιο θάνατο εννοείς, το ίδιο αίμα∙ το ίδιο τέλειο σκηνικό αναπαράστασης, ενώ η γλώσσα μένει στα βουβά, μην τύχει και ανησυχήσει η απουσία∙ μην τύχει και η «ψυχή βαθιά» φτάσει τόσο βαθιά, ως τον εαυτό της.
Πρέπει να μάθεις πως με χώμα και νερό
δεν πλάθεται παρά το πήλινο ομοίωμα του κόσμου
(ακόμη κι αν η έμπνευση
ντύνει με πάθη την πνοή του πλαστουργού του).
Πώς έφτασες ανέξοδα σε τούτη την καμπή,
πιστεύοντας πως η σιωπή –εκείνη η τρομερή σιωπή–
θα ’χει ξεχάσει τη στιγμή της αποπληρωμής της;
Ψάχνοντας μέσα στις σπηλιές για την καταγωγή σου
–εδώ θάβουν τα μπάσταρδα
και τις ανίατες πληγές της ουτοπίας–
ακολουθώντας τη γραμμή της ανοιγμένης φλέβας,
τη στάχτη-απολίθωμα
από τις πυροστιές των προγραμμένων
– στάχτη, όμοια σταχτώνοντας
τα δεσμωτήρια του θεσπισμένου τρόμου.
Τι λέξη ο τρόμος! Την ξορκίζεις στο χαρτί
και αναζητάς το δόγμα της στη νομοτέλειά της.
Τι επαφή της σπίθας με το καύσιμο,
που βάζει μπρος τη σκουριασμένη μηχανή
της πατριδογνωσίας!
[Ανάγκη αδήριτη και ν’ αναμετρηθείς με τη διαπόμπευση εκείνων που δεν άντεξαν γυμνοί σε τόσο αέρα, εκείνων που επίστρεψαν χωρίς να ’χουν σκαλίσει ούτε σε μία πέτρα τ’ όνομά τους∙ στικτή στο δέρμα η κεφαλή που οι έφεδροι υψώνουν στο κοντάρι, γεμίζοντας τα χάσματα ανάμεσα στις παύσεις του γαλάζιου.]
Ντάλα ο ήλιος και οι βοσκές περιφραγμένες.
Με αγκαθωτά φυλά το έθνος τα κοπάδια του
κι η ανεμική τα λιανοτράγουδά της:
«Τόσοι ηττημένοι μάνα μου, έι μάνα μου,
τόσοι ηττημένοι είναι πολλοί για μια πατρίδα.»
Motti στην αρχή του βιβλίου:
Το πρόβλημα με τον Άιχμαν ήταν ότι υπήρχαν πολλοί σαν κι αυτόν, και οι περισσότεροί τους δεν ήταν διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, αλλά ήταν, και εξακολουθούν να είναι, φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί. Από την άποψη των νομικών θεσμών μας και των ηθικών εξομολογήσεων, το γεγονός ότι είναι φυσιολογικοί είναι ακόμη πιο τρομακτικό από όλες τις θηριωδίες, γιατί υποδείκνυε ότι αυτός ο εγκληματίας νέου τύπου διαπράττει τα εγκλήματά του σε συνθήκες στις οποίες αδυνατεί να ξέρει και να νιώθει πως κάνει κάτι κακό.
Hannah Arendt, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ
Μια έκθεση για την κοινοτοπία του κακού1
Γιατί άραγε ο Βαν Γκογκ επιδόθηκε σε τέτοιες κοινοτοπίες της τρέλας; Γιατί ζωγράφισε το πρόσωπό του με κομμένο το δεξί του αυτί και δεν ζωγράφισε το αυτί του το ίδιο;2
Αυτά που ανακαλύπτουμε στη φιλοσοφία είναι όλα κοινοτοπίες. Η φιλοσοφία δεν μας διδάσκει καινούρια γεγονότα, μόνο η επιστήμη το κάνει αυτό. Αλλά η σωστή σύνοψη αυτών των κοινοτοπιών είναι εξαιρετικά δύσκολη και έχει τεράστια σημασία. Στην πραγματικότητα, η φιλοσοφία είναι μια σύνοψη κοινοτοπιών.
Ludwig Wittgenstein
1. Εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2009 (μτφρ. Βασίλης Τομανάς)
2. Αδέσποτη σημείωση που πλέον δεν θυμάμαι την προέλευσή της. Αν δεν είναι εξ ολοκλήρου σκέψη κάποιου άλλου, πιθανότατα απηχεί τη σκέψη κάποιου άλλου.
Από το ποιητικό βιβλίο Αυτοάνοσο (ένα μελόδραμα) (2017)