Χρυσούλα Βακιρτζή, Η σιγή που τρέμει
Ήμουν τόσο δα μικρή, κει
μέσα στους καθρέφτες, κει
όπου άγρια μπλέχτηκαν
φανταστικά τα ινδάλματα,
απεγνωσμένα βρέφη, μαζί με
ύπουλους θεούς και πορφυρές
ταυτίσεις. Πληγώνουν τα
θαυμαστικά τη σιγανή βροχούλα,
έστω κι αν είναι ο Μάρτιος των
ανθισμένων κρίνων ή των δειλών
πολιτικών οι «προσεγμένες»
λέξεις.
Αβάσταχτη πια έμεινε τούτη η
σιγή που τρέμει κι ο κόμπος στον
λαιμό, που τόσο επιμένει. Έτσι
όπως μου χαμογελούν τα σύνορα
μιας τρέλας – μέσα σε
μισοφέγγαρα
ημιτελών χειμώνων. Οι νύχτες που
τις ξαγρυπνώ μην ξέροντας πού
είμαι, αν υπάρχω... Ούτε κι αν
ήπια βρόχινο νερό να ξεδιψάσω
όταν
στεφάνια ακάνθινα ραγίζουν τη
φωνή μου – λες και οι σκέψεις μ’
απειλούν, σαν εχθρικοί πύθωνες.
Από τη συλλογή Άλικος άνεμος (2011)