lash out → κτυπώ αιφνίδια, κλωτσώ στα τυφλά, ρίχνομαι σε κάποιον, καταφέρομαι εναντίον, καταφέρομαι δριμέως, τα χώνω άγρια, ξεσπώ, ξεσπάω, ξεσπάω το θυμό μου, επιτίθεμαι, σκορπάω χρήματα δεξιά κι αριστερά, ξεσπαθώνω
spiros ·
1 · 221