Φάνης
Μουσική & στίχοι: Αδελφοί Κατσιμίχα
Δυο χρόνια είχα να σε δω
και σε συνάντησα ξανά μια Κυριακή.
Κερνούσες ούζα
και κονιάκ στο καφενείο
και τα καλά σου φόραγες
σαν να 'τανε γιορτή.
Δεν ήσουνα φαντάρος
για να σου πω
«καλός πολίτης»,
μα ούτε και που γιόρταζες
για να σου πω «χρόνια πολλά».
Τρελάδικο και φυλακή
δυο χρόνια και έξι μήνες,
ήπια το ούζο κι είπα «γεια χαρά».
Το ξέρω ζήτησες δουλειά
σε χίλια δυο αφεντικά
κι όλοι ζητούσανε να δουν συστάσεις,
προϋπηρεσία, μα μόλις είδανε κι αυτοί
πως είχες κίτρινο χαρτί σε διώξανε
σαν το σκυλί κι ούτε σ' αφήσανε να πεις
μια δικαιολογία.
Και είπες στην αρχή «καλά»
κι αλλού εζήτησες δουλειά
κι αλλού ξανά, κι αλλού, τα ίδια και τα ίδια.
Μα ήσουν άτυχος πολύ γιατί έπεσες
και σε εποχή που όλοι σφίγγαν το λουρί
κι εσύ είχες κίτρινο χαρτί
κι αυτό το χρώμα, ξέρεις, φέρνει αλλεργία.
Κι ερχότανε κι ο πυρετός κάθε που νύχτωνε,
σε τυραννούσε καλοκαίρι και χειμώνα
κι είναι μαρτύριο φοβερό το βίτσιο αυτό
το βρωμερό που σου 'μαθε στην φυλακή εκείνος
ο ψηλός από την Δραπετσώνα.
Σου λείπει η σκόνη η λευκή το ξέρεις πως δεν
φταις εσύ. φωτιές σου καίνε το κορμί, κουτάλι και βελόνα.
Και έκανες υπομονή γιατί φοβόσουν το κελί.
Καλόπιανες τη μοναξιά και τον ασβέστη που 'πεφτε
σαν χιόνι απ' το ταβάνι. Και, μέχρι να σου βγει ψυχή,
δεν θα ξεχάσεις μια στιγμή κάποια βράδια στην
φυλακή φωνές και κλάματα, κι είπανε το άλλο το πρωί
στο 15 το κελί ότι βιάσαν οι παλιοί τον έφηβο τον Φάνη.
Κι όταν σε βρήκαν παγωμένο στο κελί σου,
είπαν «αυτός είναι από ώρα πια νεκρός»
και κάποιος έτρεξε τηλέφωνο να πάρει.
Πέντε βδομάδες τώρα υπόφερες το ξέρω
το ξέρω σου ‘λειψε η σκόνη η λευκή
και μου 'λεγες εκεί ξανά δεν θα γυρίσω
Βαρέθηκα τις νύχτες τις λευκές
σαν άνθρωπος κι εγώ θέλω να ζήσω.
Δυο χρόνια είχα να σε δω και σε συνάντησα
ξανά μια Κυριακή.
Κερνούσες ούζα και κονιάκ στο καφενείο
και τα καλά σου φόραγες σαν να 'τανε γιορτή.