μπιχλιάρης, μπίχλας, λέτσος → scruffy, scruff, scraggly, tatty, frowzy, frowsy, slob, sloven, tramp, ratty, shaggy
πενταβρώμικος, πενταβρόμικος, παμβρόμικος, παμβρώμικος, μέσ' τη βρώμα, μέσα τη βρώμα, μέσ' τη βρόμα, μέσα στη βρόμα, μέσ' τη μπίχλα, μέσα στη μπίχλα, μπιχλιάρης, μπιχλιάρικος, μπίχλας, βρωμάει και ζέχνει, βρομάει και ζέχνει, λέτσος