Γιώργος Χουλιάρας, Οικοδομές ’50
[Ενότητα Ο θησαυρός των Βαλκανίων]
Με βάναυσες χειρονομίες ανεβαίνουν υπερπλήρη τ’ άχτιστα ασανσέρ στα ημιτελή ρετιρέ των διώροφων ονείρων. Η τροχιά της επιθυμίας τους σχίζοντας στα δυο την καρδιά του μπετόν. Ανελκυστήρες της συσσώρευσης του κενού που αρμενίζουν στα φραγκοδίφραγκα της αντιπαροχής. Εξακοντίζοντας μέχρι την οροφή του συρματοφόρου ηλεκτρόπληκτου αττικού ουρανού την ξεραμένη μυρουδιά του σπέρματος των αγροτικών αναμνήσεων: συνουσία των πηγαδιών, χωραφάκι του άστεγου έρωτα.
Τις σπαταλημένες κραυγές της δονούμενης μπετονιέρας του οικοδομικού οργασμού σκεπάζουν τα χαρούμενα μπιντέ της ιδεολογίας. Στους θορύβους του νερού πνίγονται τα εκτρώματα των ανελέητων υπογείων. Πέντε σκαλοπάτια εισόδου από φτηνό μάρμαρο σιγοντάρουν το σκοτεινό κλιμακοστάσιο της κοινωνικής ανόδου.
Στους ιλαρούς δρόμους κομψοί, αποφεύγοντας τους προφυλακτήρες των ευρωπαϊκών αυτοκινήτων, βιαστικοί στις γειτονιές των πεζών, περνούν φρεσκολουσμένοι οι ποιητές των υψηλών ανατάσεων
Τέχνη, σεμνό τέκνο εσύ της αντιπαροχής
άκου, στο ντουβαράκι σφυριχτό το τραγούδι του σκόρου
τα πάντα τα μασά, κανέναν δεν αφήνει
ξύλα, υφάσματα κι εικόνες σαστισμένες
Από τη συλλογή Ο θησαυρός των Βαλκανίων (1988)