Επίτηδες είχα τελειώσει το αρθρίδιο της περασμένης εβδομάδας με το επίθετο "αλιτήριος", γιατί ήθελα να επανέλθω σ' εκείνο και τα συγγενικά του. [Υπάρχει χωριστή
δημοσίευση σε άλλη ενότητα του φόρουμ]
Επειδή τόσο αυτό όσο και η λέξη "αλήτης" είναι από τις πλέον παρεξηγημένες της ελληνικής γλώσσας. Διότι κατ' αρχήν το ρήμα "αλάομαι" (και "αλώμαι") σημαίνει απλώς το καημένο, "περιφέρομαι", "εξορίζομαι", "περιπλανώμαι" και σπανίως "βρίσκομαι σε απορία" (η τελευταία σημασία στον "Αίαντα" του Σοφοκλή). Γιατί απ' αυτό προέρχεται και το σπάνιο θηλυκό "άλη", το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι μας για να αναφερθούν στην περιπλάνηση της Δήμητρας, όταν ο Άδης, ο αδελφός της, έκλεψε την Περσεφόνη, τη θυγατέρα εκείνης και του Διός, ενώ το κοριτσάκι μάζευε άνθη (στην Έννη της Σικελίας ή στην εδώ παρά το Πάγγαιον Φυλλίδα) κι ύστερα πλανιόταν έρμη και νηστική, μαυρισμένη από τον ήλιο, καημένη και διψασμένη η θεά για να τη βρει.
Αλήτισσα η Δήμητρα, ολόκληρη θεά, και τι θεά! Εκείνη που μας έμαθε να σπέρνουμε τα δημητριακά, το μεδούλι των ανθρώπων, όπως τα λέει ο Όμηρος.
Θα πείτε βέβαια ότι το Ράριο πεδίο της Ελευσίνας, ο πρώτος τόπος που σπάρθηκε ποτέ, σύμφωνα με τη μυθολογία μας, σήμερα έχει σπαρεί με πολυκατοικίες και πλείστα όσα αυθαίρετα, αλλά αυτό δεν αλλάζει στο ελάχιστο τα πράγματα, τα οποία μας διδάσκουν ότι καλύτερα θα έκαναν οι Νεοέλληνες να μην
αλάονται τόσο μακριά (ως την Αττική λόγου χάριν), αλλά να μένουν στους γενέθλιους τόπους τους.
Αλήτης, όμως, ήταν και λεγόταν και ο απόγονος του Ηρακλή και βασιλιάς της Κορίνθου, αλλά και οι απόγονοί του, οι Αλητείδαι, ενώ παρεμφερή ονόματα έφεραν πολλοί τετιμημένοι αρχαίοι. Έτσι, αν σας πει ποτέ κανείς "Αλήτη!", απαντήστε του, "Ξεκουνήσου κι εσύ, άνθρωπε, από τη θέση σου και μιμήσου με".
Θανάσης Γεωργιάδης, από τα
.λεξιθηρικά, στην
Μακεδονία της Κυριακής, 05/03/2006Κι έτσι αναρωτιέμαι ευλόγως... εγώ εδώ στο Translatum τι είμαι: αλήτισσα ή αλιτήρια;
Υ.Γ.: Και μην μου πέσει επιμέλεια για κάποιον από εδώ και έχει λάθος γραμμένη μια από τις δύο λέξεις, γιατί θα γίνει μακελειό.:-) Υπόψη ότι η λέξη
αλιτήριος, προέρχεται από το αρχαίο ρήμα
αλιταίνω= αμαρτάνω, αδικώ [ΜΕΛ].
ΛΚΝ:
αλιτήριος -α -ο [alitírios] E6 : για άνθρωπο ανέντιμο και ανήθικο· παλιάνθρωπος: Kάποιος ~ τον εξαπάτησε και τον εκμεταλλεύτηκε. || πονηρός, κατεργάρης:
Tι σκάρωσες πάλι, βρε αλιτήριε; [λόγ. <
αρχ. ἀλιτήριος]