Translation - Μετάφραση
Translation Assistance => Modern Greek→English Translation Forum => Idioms/Expressions/Slang (El-En) => Topic started by: spiros on 22 Oct, 2013, 15:26:02
-
αβλεπτί → easily, unquestionably, hands down, indisputably, without reservation, there is no question about that
Υπάρχουν (;) και οι τύποι αβλεπεί και αβλεπτί.
Ασυζητητί, το δίχως άλλο, το πράμα δεν σηκώνει αντίρρηση (όρος σχηματισμένος κατά τα αρχαϊκά επιρρήματα εις -ί, πβ. αποινί, ασκαρδαμυκτί κ.λπ.).
Ορισμοί για: αβλεπί - slang.gr (http://www.slang.gr/lemma/show/ablepi_14912/)
αβλεπτί επίρρ. χωρίς να ρίξει κανείς ούτε μία ματιά (συνήθ. για ενέργεια που γίνεται χωρίς να την καλοσκεφτεί κανείς λόγω μεγάλης εμπιστοσύνης). Επίσης αβλεπεί. [ΕΤΥΜ. < αρχ. άβλεπτώ, βλ. κ. αβλέπτημα].
— Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη