Το ταπεινωτικό θέλω να αποφύγω, επειδή στα ελληνικά σημαίνει εξευτελιστικό.
Βλέπε ΛΚΝ:
ταπεινωτικός -ή -ό [tapinotikós] E1 : που ταπεινώνει, που εξευτελίζει: Oι όροι της ειρήνης ήταν ταπεινωτικοί για τους νικημένους. Tαπεινωτική δουλειά / διαγωγή / συμπεριφορά. || Eίναι ταπεινωτικό να κολακεύεις τους δυνατούς. ταπεινωτικά EΠIPP: Tου φέρθηκε ~. [λόγ. < ελνστ. ταπεινωτικός]
Ενώ εδώ εννοεί ότι σε κάνει ταπεινόφρονα, να συνειδητοποιείς τις ελλείψεις σου και να σου φεύγει ο τσαμπουκάς και η έπαρση.
Όχι ταπεινό. Δεν είναι ταπεινό, σε κάνει να είσαι ταπεινός.