Πάνος Θασίτης, Ο άνεμος που ξέρατε
Είν’ ένας συντριμμένος κύριος
Έχει χάσει το καπέλο του
Πεινασμένος άυπνος χαμένος
Δεν κουβαλά αναμνήσεις μήτε φωνές μήτε μηνύματα
Έχει να μας φέρει.
Μόνο ένα παιχνίδι μ’ άνεργα δάχτυλα
Όσο να γραφτεί μια απέραντη απουσία.
Κάποτε είχε τέσσερις δρόμους
Τέσσερις εποχές
Τρυφερός αν ήθελε
Άγγιζε όλα τα κρύσταλλα και τα φύλλα
Τα λιβάδια γονάτιζαν στο χώμα να περάσει αυτός
Κι εκείνο τ’ αρχαίο θαλασσινό κορμί
Πλαθότανε μέσα στα δάχτυλά του.
*
Κάποτε είχε τέσσερις δρόμους ανοιχτούς σ’ όλους τους μετανάστες
Τέσσερις εποχές, άπειρα πρόσωπα
Δυνατός αν ήθελε και μόνος
σφύριζε γυμνός στους παγωμένους δρόμους
πίσω από παλτά και τρομαγμένα πόδια.
Χτένι αλύπητο πάνω από ξερά δάση, σκόρπια νεύρα
και δυστυχίες ανυπεράσπιστες.
Θε μου, πόσες ατέλειωτες νύχτες
χτυπούσε την πόρτα μου να μπει και να καταστρέψει.
Συμμαζωμένος μες στο πικρό σακούλι της μοναξιάς μου
Έκλεινα τ’ αυτιά μου να μην τον ακούω.
Με πολύ κόπο άναβα γύρω μου κάτι παλιές ζεστές συντροφιές
Έσκαβα τη μνήμη μου, ξέθαβα πρόσωπα, βήματα, φωνές
Να σαλεύουν γύρω μου να ιστορούνε.
— Αυταπάτες στημένες με προχειρότητα κι απελπισία
να μην τον ακούω να μην ακούω...
Τώρα
Είναι
Ένας
Συντριμμένος
Κύριος
Έχει χάσει το καπέλο του.
Δεν ψάχνει να το βρει.
Είν’ άστεγος ας τον λυπηθούμε.
Είν’ ο άνεμος που ξέρατε...
Από τη συλλογή Δίχως κιβωτό (1951)