function → λειτουργία, συνάρτηση, αρμοδιότητα, υπηρεσιακή λειτουργία, υπηρεσιακή μονάδα, σκοπός, αποστολή, έργο, καθήκον, δουλειά, λειτούργημα, συνάθροιση, δημόσια τελετή, τελετή, δεξίωση, εσπερίδα, κοσμικό γεγονός, κοσμική συγκέντρωση, επίσημη εκδήλωση, επίσημη τελετή, κοινωνική εκδήλωση, εκδήλωση, υπηρεσιακή λειτουργία, υπηρεσιακή μονάδα, λειτουργώ, λειτουργώ ως, έχω τον ρόλου του, έχω τον ρόλου της, δουλεύω, χρησιμεύω, χρησιμεύω ως, εξυπηρετώ ως, εκπληρώνω σκοπό, επέχω θέση
evdoxia ·
31 · 4413