Μίμης Σουλιώτης: Αβγά μάταια (146-150)
146.
Με μιξοκρόκο και με τσόφλι
απ’ τη ζέστη της μάνας βγαλμένα.
147.
Ραγισμένα χωρίς αμυχή.
148.
Λ. ρχαμινάδος
Αν θέλουμε εκατό αβγά εβραίικα,
να τα πουλήσουμε λιανική στο μπεζεστένι,
ρίχνουμε σε τενεκέ μισογεμάτο με νερό
απλά αβγά αύλειας άσπρης κότας
φασκιωμένα με κρεμμυδόφυλλα
(της εξωτερικής στιβάδας),
υπολογίζουμε μια κουταλιά
σούπας αλάτι, μισή πιπέρι,
μια ξέχειλη καφέ και μισή λάδι
κι αφήνουμε να σιγοβράζουν όλη νύχτα,
να κλωθογυρίζουν, με ιώβεια υπομονή,
για να διαπιδυθούν μέχρι το πρωί,
να γίνει το ασπράδι καφετί
σαν πολύ παλιό ξεραμένο αίμα.
149.
The husbands
hommage à J. Kassavetis
Σ’ έν’ αβγό τη ματιά μου να γείρω,
σ’ έν’ αβγό ξαπλωτό, χωρίς μέση,
στη ζωή μου, όχι!— εσύ δεν έχεις θέση,
θα σου φτιάξω ομελέτα και μετά θα γιαγείρω.
150.
Ανεβοκατέβηκε στο ασανσέρ
με την εσάρπ της ηλικίας:
Ανιούσκα, Κατιούσκα.
Από τη συλλογή Αβγά μάταια (1998)