Δεν έχω πολλά να προσθέσω πολλά, καθώς ο Στάθης με κάλυψε σχεδόν πλήρως. Κι εγώ είχα την τύχη να δω την ταινία χωρίς να γνωρίζω τίποτα όχι μονο για τον Αμίν, αλλά και για την ίδια την ταινία, τ-ί-π-ο-τ-α. Το μόνο που γνώριζα για την ταινία ήταν ο τίτλος της. Όπως καταλαβαίνετε, περίμενα να δω τουλάχιστον ταινία εποχής και χαιλάντερ και μου βγαίνει στην οθόνη 20ος αιώνας και Ουγκάντα. Αντιλαμβάνεστε το σοκ μου.
Εκτός από όσα ήδη αναφέρθηκαν, να σημειώσω το πόσο με εντυπωσίασε η κορύφωση της έντασης που χτίζεται σταδιακά και με τρόπο τόσο περίτεχνο που δεν καταλαβαίνεις για πότε από το αίσθημα ατελείωτου χαβαλέ με το οποίο ξεκινά η ταινία εξελίσσεται στον τεράστιο κόμπο στο στομάχι που σου αφήνει τελειώνοντας. Επίσης, μη γνωρίζοντας τίποτα για την υπόθεση, αλλά και για το ιστορικό του πράγματος, και βλέποντας αυτή την ταινία ως ταινία μυθοπλασίας και όχι ως ντοκιμαντέρ ή πολιτικό φιλμ, θεώρησα ότι βλέπω την ιστορία δύο ανθρώπων και όχι την ιστορία μιας χώρας, την σκιαγράφηση και την εξέλιξη μιας σχέσης με παράξενους όρους και όχι την καταγραφή των έργων και των ημερών ενός δικτάτορα μέσα από αυτή τη σχέση. Για αυτό και δεν είχα καμμία αξίωση η σχέση αυτή να φτάσει στην κορύφωσή της οπωσδήποτε μέσα από την ένταση των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών (αν και, ομολογουμένως, δεν θα ήταν άσχημα, αλλά αυτό έχει να κάνει με προσωπικές και ιδεολογικές προτιμήσεις και δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει μομφή ως προς την πληρότητα μιας ταινίας). Με λίγα λόγια, είναι αλήθεια ότι η κοινωνικοπολιτική κατάσταση παραμένει σε δεύτερο πλάνο (κι αυτό αυθόρμητα χτυπάει λίγο άσχημα), αλλά στην τελική κάθε σκηνοθέτης επιλέγει το κάδρο του, εισάγει μία διάκριση, αλλιώς δεν μπορεί να δημιουργήσει, διαλέγει για ΠΟΙΟ πράγμα θέλει να μιλήσει και, από κει κι έπειτα, αυτό που είναι στην κρίση του θεατή είναι το πόσο καλά πιστεύει ότι ο δημιουργός μίλησε για το θέμα του. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, έμεινα με την εντύπωση ότι ο σκηνοθέτης δεν ήθελε πρωτίστως να μιλήσει για τη θητεία του Αμίν και δεν το έπραξε από έλλειψη χρόνου (υπάρχουν ταινίες επί ταινιών με διάρκεια μικρότερη των δύο ωρών που έχουν καταγγείλει τυραννικά καθεστώτα με τον πιο σκληρό τρόπο), ούτε από κακή εποπτεία των κινηματογραφικών του μέσων (τα οποία φαίνεται να κατέχει επαρκώς), αλλά φαίνεται ότι εξαρχής ήθελε να μιλήσει για την απίστευτη αυτή φυσιογνωμία που ήταν ο Αμίν, για αυτή τη σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον ίδιο και το γιατρό του και εξελίχθηκε μέσα στον παραλογισμό, φυσικά και για τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ουγκάντα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας αυτή και για τόσα άλλα πράγματα.
Τέλος, θέλω να καταγγείλω ότι πολλές κριτικές (όπως και η συγκεκριμένη του Χαλιώτη) γίνονται με βάση δεοντολογικά (δηλαδή πώς πιστεύουν ότι θα έπρεπε να είναι μια ταινία, εδώ ήθελε να υποδείξει και στον σκηνοθέτη το θέμα του!) κριτήρια, πράγμα που με εξοργίζει εντελώς. (Είναι λίγο ξεκάρφωτο, αλλά όλα τα άλλα που με ενοχλούν στις κριτικές τα είπαν άλλοι πριν και καλύτερα από μένα)
ΥΓ.: Μη νομίζετε ότι δεν είχα στ'αλήθεια καλυφθεί, απλά είμαι φλύαρη.