Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
«Θα κάνουμε μυσταγωγία»
«Ή θα κάνουμε μυσταγωγία ή θα σηκωθείτε να φύγετε...». Ο ήχος ενός κινητού τηλεφώνου την ώρα που παρουσίαζε την Παρέα του Τσιτσάνη στην «Όμορφη νύχτα» της Θεσσαλονίκης εξόργισε τον Ντίνο Χριστιανόπουλο.
ΒΙΚΥ ΧΑΡΙΣΟΠΟΥΛΟΥ
Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος επί το... ρεμπέτικον, με την Παρέα του Τσιτσάνη, στην «Όμορφη νύχτα» της Θεσσαλονίκης
«Θα σας παρακαλούσα να σταματήσετε τις δοσοληψίες με τα κινητά τηλέφωνα για όση ώρα είμαστε εδώ. Παρακαλώ επίσης να μη χειροκροτήσετε καθόλου. Αν έχετε συγκίνηση ή ενθουσιασμό, κρατήστε τα να πλημμυρίσει το μέσα σας για να ξεσπάσετε στο τέλος, όταν θα παιχτεί το δεύτερο και τελευταίο οργανικό κομμάτι», είχε προειδοποιήσει...
«Αυτό είναι. Έτσι είναι το ρεμπέτικο», μου ψιθύρισε ο ηλικιωμένος φίλος από το διπλανό τραπέζι, κάτω από το κάδρο με τη φωτογραφία του Τσιτσάνη.
Το μαγαζί είναι μικρό ούτε 50 τετραγωνικά μέτρα, με ψάθινες καρέκλες, χωρίς εξαερισμό ούτε μικροφωνικές εγκαταστάσεις. Τεράστιο μάς φαινόταν στα φοιτητικά χρόνια όταν περνούσαμε τις νύχτες μας στην «Όμορφη νύχτα». Άλλαξε στο μεταξύ η αίσθηση των μεγεθών.
«Βαθμιαία το ρεμπέτικο εκτροχιάζεται αγρίως και χυδαίως. Η λύση είναι να αγαπούμε το ρεμπέτικο για το κέφι και το μεράκι μας. Έχει καταντήσει αηδία αυτός ο επαγγελματισμός. Αυτό ήταν μια πρώτη διαπίστωση που μας οδήγησε σ' αυτή τη συσσωμάτωση. Ανεξαρτήτως συνθηκών υπό τις οποίες ταλαντεύεται σήμερα το ρεμπέτικο ή οτιδήποτε νομίζουν ότι αποτελεί κληρονομιά του ρεμπέτικου, έχει σήμερα ένα σπουδαίο και θλιβερό ταυτόχρονα στόχο: να ψυχαγωγεί τους κουλτουριάρηδες. Κουλτουριάρηδες είναι αυτοί οι νεαροί φιλολογίζοντες περί πάντων και πασών, λύνουν όλα τα προβλήματα, πολιτικά, κοινωνικά και ιδίως καλλιτεχνικά, έχουν γνώμη για τα πάντα και όταν πέσει το βράδυ ξεβράζονται στις ταβέρνες, για να κάνουν το κέφι τους, να πιουν, να μεθύσουν, να φάνε, να σκάσουν όλα αυτά με πολλή κουλτούρα... Έφτασε η τέχνη να είναι χάιδεμα στους κουλτουριάρηδες. Σκεφτήκαμε ότι έχει πιο πολύ ανάγκη για το τραγούδι μια γριά που την πέταξαν στο γηροκομείο της Μαλακοπής για να πεθάνει κι όχι αυτοί...
Αν πετύχει, μπορούμε να αποδείξουμε ότι κάποιοι, έστω και λίγοι, άνθρωποι δεν κοιτούν μόνο τον εαυτό τους, κοιτούν και τον διπλανό τους και δεν δέχονται να εξοκείλουν σε όλες αυτές τις έτοιμες λύσεις που μας προσφέρει η κοινωνία, το καθεστώς, το κράτος, η κουλτούρα, όλα αυτά τα σιχαμερά πράγματα που μας περιβάλλουν από παντού...».
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος καθισμένος στο πάλκο έκανε μια εισαγωγή για την πρώτη εμφάνιση της «Παρέας» κι όχι συγκροτήματος.
«Είμαστε παρέα και όχι συγκρότημα. Αυτή η λέξη είναι αμαρτωλή και φθαρμένη όλα αυτά έχουν φθαρεί ανεπανόρθωτα. Πρέπει να ξεχάσουμε όλους αυτούς τους όρους που συμβάλλουν στη διαφθορά μας και να θυμηθούμε ότι το ρεμπέτικο πολύ πριν γίνει το όργανο της ταβέρνας ήταν το όργανο του σπιτιού», τόνισε.
«Είμαστε εναντίον του επαγγελματισμού. Θα εμφανιζόμαστε δωρεάν για το κέφι μας και για να μεταδώσουμε αυτό το κέφι σε ανθρώπους βασανισμένους και τυραννισμένους. Είναι καιρός να κάνουμε μια στροφή στην πυξίδα. Όχι για να ταχθούμε στην ψυχαγωγία των κουλτουριάρηδων. Από ψυχαγωγία και από κουλτούρα είμαστε ώς τον λαιμό. Είναι καιρός να ασχοληθούμε και μ' αυτούς τους ανθρώπους, τους φτωχούς που τους ανάγκασαν να ζουν περιθωριακά», συνέχισε ο ποιητής δίνοντας το στίγμα της Παρέας του.
Η μυσταγωγία όπως τη θέλησε άρχισε μ' ένα οργανικό κομμάτι (το «Τρικαλινό ζεϊμπέκικο). Ακολούθησαν τα «Σ' έναν τεκέ μπουκάρανε», «Να γιατί γυρνώ», «Όλα τα έχω βαρεθεί», «Ο Τσιτσάνης στο Μόντε Κάρλο», «Τρικαλινή τσαχπίνα», «Μπράβο σου που με δουλεύεις», «Μαριώ», «Πάνε τα παλιά», «Μαζί σου πούχω μπλέξει», «Αγαπώ μια παντρεμένη», «Αρχόντισσα», «Μες στην πολλή σκοτούρα μου» και, τέλος, ένα ακόμη οργανικό κομμάτι με τίτλο «Ατέλειωτο πολιτικό» (όλα προπολεμικά γραμμένα από το 1932 ώς το 1939).
«Πολλά από τα τραγούδια δεν τα ήξερα καν. Σήμερα χάρη στον Ντίνο έμαθα πολλά για τον πατέρα μου», δήλωσε συγκινημένη η κόρη του Βασίλη Τσιτσάνη Βικτωρία, που ταξίδεψε ειδικά για την πρώτη βραδιά της Παρέας του Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη.
Την επόμενη (δεύτερη και τελευταία) βραδιά, στις 18 Οκτωβρίου, η Παρέα του Τσιτσάνη (Νίκος Στρουθόπουλος - μπουζούκι και τραγούδι, Γιώργος Χουλιάρας - κιθάρα και τραγούδι, Δώρα Στρουθοπούλου - τραγούδι και Ντίνος Χριστιανόπουλος - τραγούδι) θα ερμηνεύσει μεταπολεμικά τραγούδια του συνθέτη (γραμμένα από το 1939 ώς το 1946).
ΤΑ ΝΕΑ , 06-10-1999 , Σελ.: P12
Κωδικός άρθρου: A16559P121
http://www.rebetiko.gr/books/html/35.asp
Χθες το βράδυ, στην ταβέρνα «Τομπουρλίκα» (ορισμένοι από τους νότιους καλεσμένους μας την ξέρουν γιατί ήμασταν εκεί την περασμένη βδομάδα), ένιωσα ότι είμαι πολύ τυχερή που ζω στη Θεσσαλονίκη.
Πολύ ωραία, Βίκυ. Και ρωτάω εγώ: γιατί δεν συνεχίζεις να γράφεις;
Γιατί αυτά γίνονται όταν υπάρχει έμπνευση κι όχι κατά παραγγελία ή επιταγή (ούτε καν προσωπική επιταγή). :-)
Εταιρική επιταγή;
Γιατί αυτά γίνονται όταν υπάρχει έμπνευση κι όχι κατά παραγγελία ή επιταγή (ούτε καν προσωπική επιταγή). :-)Εγώ διαπιστώνω μια μεγάλη ευαισθησία στη γραφή σου που συνάδει σε έμφυτη έμπνευση. Αυτή καλλιεργείται αλλά υπάρχει σαν δεδομένο. Δεν έχει να κάνει τίποτα με "κατά παραγγελία ή επιταγή (ούτε καν προσωπική επιταγή)."
Εγώ διαπιστώνω μια μεγάλη ευαισθησία στη γραφή σου που συνάδει σε έμφυτη έμπνευση. Αυτή καλλιεργείται αλλά υπάρχει σαν δεδομένο. Δεν έχει να κάνει τίποτα με "κατά παραγγελία ή επιταγή (ούτε καν προσωπική επιταγή)."
Γιώργο μου, σ' ευχαριστώ πολύ για τα καλά λόγια - κυρίως γιατί προέρχονται από σένα.Θα μου επιτρέψεις, Βίκυ μου, να διαφωνήσω κάθετα με όσα λες. Μπορεί η κουβέντα με τον Σπύρο να γίνεται εδώ και χρόνια και εσύ να βρίσκεις συνεχώς αντεπιχειρήματα, αλλά τώρα προσθέτω και τη δική μου φωνή σ' αυτή του Σπύρου και σου λέγω πως αυτά που αναφέρεις σαν επιχειρήματα δεν στέκονται με τίποτα. Κανένα ιερό τέρας δεν έγινε "τέρας" αυτοστιγμεί. Ούτε γνώριζε εκ των προτέρων ότι θα γίνει "τέρας". Με τη λογική σου αυτή, σε κάποια στιγμή της ιστορίας της γραφής, θα έπρεπε όλοι να είχανε σταματήσει να δημιουργούν. Και όμως δημιουργοί υπάρχουν και σήμερα και θα υπάρχουν όσο υπάρχει ο άνθρωπος. Ο δε χώρος γι' αυτούς αχανής. Τώρα, αν θέλεις ή όχι να διεκδικήσεις θέση στο χώρο αυτό, είναι δική σου απόφαση. Χωρίς όμως προσπάθεια και επιμονή, τίποτα δεν γίνεται. Όσο για τους λόγους που παραθέτεις ως αποτρεπτικούς για τη δική σου προσπάθεια... καλύτερα να μην επεκταθώ εδώ. Και για να τελειώσω. Έχω μάθει να διακρίνω ταλέντα της γραφής.
Επειδή με τον Σπύρο έχουμε εδώ και χρόνια μια σχετική κουβέντα και με προτρέπει να ασχοληθώ λίγο παραπάνω με το γράψιμο, το αντεπιχείρημά μου είναι ότι κάποιοι άλλοι πολλοί σπουδαίοι και τρανοί (από την αρχαιότητα ίσαμε σήμερα) κατάφεραν και γράψανε για όλα όσα με ενδιαφέρουν, και μάλιστα κάλυψαν τα πάντα με ιδανικό τρόπο. Οπότε νιώθω ότι δεν υπάρχει χώρος για πειραματισμούς ή αναμάσηση των ίδιων πραγμάτων από εμένα που μάλιστα υστερώ τραγικά έναντι των μεγάλων συγγραφέων. Παράδειγμά τους αποτελεί και ο ένας από τα ιδρυτικά μέλη στην «Παρέα του Τσιτσάνη», ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, το «ιερό τέρας» της πόλης μας.
Οι λόγοι που παραθέτεις σαν αποτρεπτικούς της δικής σου προσπάθειας.....καλύτερα να μην επεκταθώ εδώ. Και για να τελειώσω. Έχω μάθει να διακρίνω ταλέντα της γραφής.
"να έχουμε τα μυαλά μας στη θέση τους για να ακούμε όσα αξίζει τον κόπο ν' ακούσουμε και να νιώθουμε όσα τελικά αξίζουμε να νιώσουμε."
Χθες βράδυ, άκουσα τη φωνή της Δώρας Στρουθοπούλου σε σιντί και ένα έχω να πω. Κρίμα που δεν κατάφερα να την ακούσω λάιβ στην Τομπουρλίκα. Είμαι σίγουρη ότι θα με ταξίδευε σε άλλες εποχές και άλλους τόπους.
Είχα, όμως, την τύχη να βρίσκομαι το προηγούμενο βράδυ εκεί, όταν έπαιζε ο Νίκος Στρουθόπουλος. Ήταν μια βραδιά μαγείας για μένα και πραγματικά δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από τα χέρια του. Είναι ένας άνθρωπος, που μου δίνει την αίσθηση ότι το μπουζούκι είναι προέκταση του σώματός του και παίζει με όλη του την ψυχή, όλο του το είναι. Ένιωθα ότι ακόμα και αν είχα πρόβλημα ακοής, θα μου μετέδιδε τη μαγεία και τη δύναμη του τραγουδιού, όπως μεταδίδει και μια μαγεία ακόμα και όταν κάθεται στο τραπέζι και σου μιλάει.
Η σχέση μου με το ρεμπέτικο ήταν ανύπαρκτη μέχρι πρόσφατα, οπότε δεν είμαι και αρμόδια να πω περισσότερα. Εξάλλου, η Βίκυ μας κάλυψε πλήρως με τα υπέροχα κείμενά της. Ένα απλό ευχαριστώ στο Νίκο, που ήταν και το μόνο που μπόρεσα να του πω εκείνο το βράδυ...
Αν είχα κάτι να καταθέσω, θα το είχα ήδη κάνει, Νάντια μας. Γιατί λυπάσαι και με κάνεις να νιώθω κι άσχημα που δεν έχω μπει να εκφράσω τα συναισθήματά μου γι αυτές τις βραδιές;
Σας παρακαλώ, λοιπόν, να επικεντρωθούμε στην «Παρέα του Τσιτσάνη» και να την αγκαλιάσουμε με την αγάπη που αξίζει σε καθετί πολύτιμο. Θα σας ενημερώνω για τις εμφανίσεις τους στο μέλλον γιατί είμαι σίγουρη ότι αυτό το νήμα θα μείνει ανοιχτό για αρκετά χρόνια ακόμα - αρκεί να είμαστε όλοι καλά και να έχουμε τα μυαλά μας στη θέση τους για να ακούμε όσα αξίζει τον κόπο ν' ακούσουμε και να νιώθουμε όσα τελικά αξίζουμε να νιώσουμε.
Ευχαριστούμε εμείς τον κύριο Θεόφιλο Αναστασίου για όλη τη δουλειά που έκανε τόσο συστηματικά και φιλότιμα και γι’ αυτό το εξαιρετικό βιβλίο που είναι νομίζω το καλύτερο δώρο για τη σημερινή ημέρα της μουσικής.
Και πριν δώσουμε το λόγο στον ποιητή, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, και στην παρέα του, πρέπει να πούμε ότι η ενασχόληση του Ντίνου Χριστιανόπουλου με τα ρεμπέτικα και το έργο του Τσιτσάνη δεν στηρίζεται απλώς σε φιλολογικό ενδιαφέρον αλλά αποτελεί βίωμα ζωής. Από την εποχή της Κατοχής, όταν πρωτάκουσε τα τραγούδια του Τσιτσάνη, 11χρονος τότε, το 1942, στα «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα» ως τις φοιτητικές διαλέξεις και την επισταμένη έρευνα που τον οδήγησε σε μια σειρά από άρθρα, καταλόγους τραγουδιών και έξι (6) βιβλία, τα οποία αποτελούν σημεία αναφοράς στη σχετική βιβλιογραφία.
Παράλληλα, όμως, και αυτό είναι το σημαντικό για τη σημερινή μέρα, πέρασε σ’ αυτό που ο ίδιος ονομάζει έμπρακτη απόλαυση και μερακλίδικη εφαρμογή, προσεγγίζοντας αυτά τα τραγούδια όχι σαν έργα προς αναπαραγωγή, μέσα από εκτέλεση ή ερμηνεία, αλλά σαν έναν μουσικό κόσμο που καλείσαι να τον βιώσεις και να μοιραστείς τη δομή του, τη λογική του και τις λειτουργίες του.
Γι’ αυτό και ταίριαξε με την Παρέα του Τσιτσάνη που θ’ ακούσουμε σήμερα και που σχηματίστηκε το 1998 με διάθεση κυριολεκτικά ερασιτεχνική, ως εραστές της μουσικής και όχι για βιοπορισμό ή καλλιτεχνική σταδιοδρομία. Ο ποιητής και η παρέα του αποδίδουν ορισμένα από τα ωραιότερα τραγούδια του Τσιτσάνη με μια τελετουργική σοβαρότητα και κρατημένη συγκίνηση που όντως επιβεβαιώνουν τη φράση του Χριστιανόπουλου ότι ανάμεσα στους οπαδούς του Τσιτσάνη υπάρχουν σχεδόν κάποιοι που φυτοζωεί ανάμεσά τους μια μικρή, κρυφή θρησκεία.
Τραγουδούν και παίζουν φυσικά, φυσιολογικά, χωρίς να μπαίνουν στον πειρασμό να ακούνε, να ελέγχουν, να τοποθετούν το τραγούδι τους, δεν έχουν την αγωνία να είναι όμορφοι, σωστοί ή αυθεντικοί, γι’αυτό και θα ήταν κοντόφθαλμη μια στενόκαρδη προσέγγιση, μια κριτική με τονοδότες και μοιρογνωμόνια.
Δεν απευθύνονται στον ακροατή που είναι στρογγυλοκαθισμένος στην πολυθρόνα και θεωρεί ότι χειρίζεται τη μουσική με το τηλεκοντρόλ του CD player ούτε σ' αυτόν που έχει συνηθίσει να χειροκροτάει από τη συναυλιακή απόσταση. Οι ηχογραφήσεις αυτές είναι το καλύτερο και η συναυλία αυτή είναι το καλύτερο για τη σημερινή μέρα, είναι ένα κλείσιμο του ματιού, μια πρόσκληση και πρόκληση μαζί στον σύγχρονο ακροατή να αφήσει την αυτιστική μοναξιά του παθητικού δέκτη και καταναλωτή του τραγουδιού και να μάθει αυτό που λέει ο Χριστιανόπουλος ότι το τραγούδι για να ζήσει δεν έχει ανάγκη ούτε την ταβέρνα, ούτε το κέντρο ούτε το κύκλωμα του εμπορικού και δισκογραφικού μάρκετινγκ, αλλά το σπίτι μας, την παρέα μας. Τότε ίσως φτάσουμε πιο κοντά στην ψυχή του λαού που οι χώροι ψυχαγωγίας, όπως λέει ο κύριος Ντίνος, του χάλασαν όχι μόνο το μεράκι του αλλά και τον τρόπο της ζωής του.
Σ’ όλα αυτά προσθέτει μια ακόμη ιδέα: αν αξίζει να παίζουμε όχι μόνο για τον εαυτό μας αλλά και για τους άλλους, αυτοί οι άλλοι, λέει, θα ήταν προτιμότερο να είναι οι απόκληροι της ζωής και όχι τα στίφη που κατακλύζουν τις λαϊκές συναυλίες. Γι' αυτό και συνειδητά η Παρέα του Τσιτσάνη έπαιξε και παίζει και παρουσιάζει αυτά εδώ τα τραγούδια σε γηροκομεία και ιδρύματα, εντός και εκτός Θεσσαλονίκης, σαν ένα παράδειγμα αγάπης - επιβεβαιώνοντας ότι όταν υπάρχει αυτή η αγάπη δεν χρειάζονται αστραφτερές, γάργαρες φωνές και περίτεχνες τσαλκάντζες και μεγάλες ορχήστρες και στούντιο ηχογράφησης και πολυσέλιδα ντιζάιν εξώφυλλα. Αρκεί ένα μπουζούκι, μια κιθάρα και η φωνή της καρδιάς.
Γιατί, πράγματι, το τραγούδι στις μέρες μας, όπως λέει ο Σεφέρης, το φορτώσαμε με τόσα μαλάματα που άρχισε να βουλιάζει. Και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ως γνήσιος ποιητής, ξέρει και πράττει ανάλογα μέσα από τη μουσική ποιητική του λαϊκού τραγουδιού.
Τα τραγούδια μας είναι σκληρά και διαρκώς υπενθυμίζουν τον καημό μας, γράφει κάπου. Και λίγο πιο κάτω, Η τέχνη είναι που μας κάνει έκτακτους. Τι είμαστε; Ασήμαντοι άνθρωποι κι όμως, χορεύοντας με τέχνη και με πάθος, πόσο όλοι αμέσως γίνονται υπέροχοι, πώς αποχτούνε τόση σημασία!.
Να ζούμε δίπλα σε ποτάμια και πηγές κι εσείς να πίνετε νερά εμφιαλωμένα; μας αντιγυρίζει - μια φράση πολύ σημαντική για τη σημερινή μέρα της μουσικής. Και στο αιώνιο παράπονο, στα τραγούδια του, το πρώτο τραγούδι λέει ακριβώς:
Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας;
Είναι πολύ ζαχαρωμένα.
Ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα,
μα δεν ταιριάζουνε για μένα.
Ωραία τα ερμηνεύεις τα τραγούδια, λέει σε υποψήφια τραγουδίστρια. Δείξε μας τώρα αν τα καταφέρνεις και στα παρατράγουδα.
*
Ήταν ωραίο εκείνο το απόγευμα,
τα πουλιά κελαηδούσαν,
οι άνθρωποι πέρναγαν,
τα αυτοκίνητα τρέχανε,
στο απέναντι παράθυρο
το ράδιο έπαιζε ρεμπέτικα.
Και το κορίτσι του διπλανού μας
τραγούδαγε το ντέρτι του
κι εγώ τους αγάπησα πολύ τους ανθρώπους
εκείνο το απόγευμα.
*
Ας παίζει το τρανζιστοράκι.
Όσο αντέχουμε ακόμα τα τραγούδια,
λιγότερο θανάσιμη γίνεται η μουγγαμάρα,
ο θάνατος θαρρείς μάς τριγυρίζει πιο δειλά.
Γι’ αυτό, κύριε Ντίνο Χριστιανόπουλε, καλώντας σας στο βήμα, το Μουσείο Λαϊκών Οργάνων και ο Γιώργος Κοντογιάννης (http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=14424&m=C06&aa=2) και το λαϊκό τραγούδι, επειδή ξέρουμε πόσο αντιπαθείτε τις τιμές και τις πλακέτες και τ' αγάλματα, σκεφτήκαμε να σας προσφέρουμε ένα τρανζιστοράκι, σαν αυτό που συνόδευε τα τσαΐρια και που είναι ένα μήνυμα για την απλότητα της λαϊκής μουσικής, όπως και η ποίηση η δική σας όπως και η μουσική του Τσιτσάνη.
Σας ευχαριστούμε και παρακαλούμε να πάρετε το λόγο.
Πάμε πίσω στην Τρίτη, 23 Ιουνίου του 2005. Στην Αθήνα, στο μουσείο ελληνικών λαϊκών οργάνων (http://www.in.gr/ath/museum/article881.asp) γιορτάζεται η παγκόσμια ημέρα της μουσικής. Με την ευκαιρία (http://66.102.9.104/search?q=cache:uSebElUiPb4J:www.culture.gr/4/42/421/42109/meresmousikis.doc+%CE%9C%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B5%CE%AF%CE%BF+%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD+%CE%BB%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CF%8E%CE%BD+%CE%BF%CF%81%CE%B3%CE%AC%CE%BD%CF%89%CE%BD,+%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AD%CE%B1+%CF%84%CE%BF%CF%85+%CF%84%CF%83%CE%B9%CF%84%CF%83%CE%AC%CE%BD%CE%B7&hl=el&ct=clnk&cd=1) γίνεται η παρουσίαση του βιβλίου «Τσιτσάνης, άπαντα» του Θεόφιλου Αναστασίου, μια τιμητική εκδήλωση για τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο ως ερευνητή του ρεμπέτικου και μια συναυλία με την Παρέα του Τσιτσάνη.
Προλογίζουν πολλοί (όπως θα δείτε αργότερα, στην ομιλία του Ντίνου Χριστιανόπουλου, έχει σημασία η λέξη «πολλοί», γι' αυτό και την τονίζω), δηλαδή ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος (http://www.eeths.gr/index3.php?type=mems&menu=1&id=035), συγγραφέας και συνεργάτης του μουσείου, ο Λάμπρος Λιάβας (http://www.music.uoa.gr/index.php?id=409), μουσικολόγος και διευθυντής του μουσείου, ο Πέτρος Τατούλης, υφυπουργός πολιτισμού, ο Θεόφιλος Αναστασίου (http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=14424&m=C06&aa=2), φιλόλογος και συγγραφέας του βιβλίου «Τσιτσάνης, άπαντα», και πάλι ο Λάμπρος Λιάβας και, τέλος, ο τιμώμενος ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=1895.0).
Ακολούθησε η καθοριστική για το θέμα μας ομιλία του Ντίνου Χριστιανόπουλου, την οποία επίσης θα απομαγνητοφωνήσω το συντομότερο δυνατό και θα δημοσιεύσω σε τούτο το νήμα.
Αγαπητοί φίλοι,
Δεν περίμενα τέτοιο καταιγισμό λόγων και τέτοια εγκώμια. Εγώ νόμιζα ότι θα κάναμε κάποια παρουσίαση του βιβλίου «Τα άπαντα του Τσιτσάνη», το οποίο πράγματι είναι πάρα πολύ αξιόλογη εργασία εκ μέρους του κυρίου Θεόφιλου Αναστασίου και ανεπιφύλακτα μπορώ να την επαινέσω και να τη συστήσω, αλλά πολύ περισσότερο πρέπει να παραδεχθούμε ότι ήταν κάτι που το χρειαζόμασταν. Γιατί καθώς είμαστε λαός λόγων, ατελευτήτων και συνεχομένων, όλα τα είπαμε για τον Τσιτσάνη, ξεχάσαμε όμως τις υποχρεώσεις μας, τα καθήκοντά μας. Τόσα χρόνια που ζούσε κι άλλα είκοσι που πέθανε, κανείς δε νοιάστηκε να κάνει αυτό το βιβλίο. Δηλαδή, κάποιος να ρίξει το κεφάλι και να βγάλει τα άπαντα του Τσιτσάνη.
Είναι δυνατό να έχουμε έναν τέτοιον κολοσσό και να μην έχουμε κάνει το πιο απλό πράγμα: να μαζέψουμε το έργο του; Να έχει βγει έξω από τα όρια της Ελλάδας, να τον ξέρουν όλα τα έθνη, κι εμείς οι ίδιοι να μην ξέρουμε πόσα τραγούδια έκανε;
Θα ξέρετε, βέβαια, ότι υπάρχουν κάποιοι που ισχυρίζονται ότι έγραψε 3.000 τραγούδια. Άλλοι, πιο συγκαταβατικοί, το λένε 1.500. Πολλοί μένουν στα 1.000. Και ο ίδιος κάπου είπε ότι γύρω στα 1.000 τραγούδια έχει κάνει, υπολογίζοντας βέβαια και τα μη εκδεδομένα. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι όλα κι όλα πρέπει να είναι γύρω στα 700, αλλά κι αυτό δεν το ξέρουμε. Ο Θεόφιλος έκανε ένα μεγάλο έργο και έφτασε στον αριθμό 580. Πιστεύω ότι πρέπει να συνεχίσει το έργο του και η τρίτη έκδοση να είναι πιο συμπληρωμένη γιατί ελπίζω ότι άλλα 100 τραγούδια, δηλαδή 680, υπάρχουν, αρκεί να γίνει πιο συστηματική έρευνα και ψάξιμο. Τότε θα είμαι ευχαριστημένος και από τον κύριο Αναστασίου και για το ότι τουλάχιστον έχουμε ένα όργανο για να μπορούμε να μιλούμε και να αποδείξουμε, έστω και ποσοτικά, το μεγαλείο αυτού του ανθρώπου.
Ομολογώ ότι ωφελήθηκα πολύ από το βιβλίο αυτό και μπόρεσα να ετοιμάσω και τη δική μου εργασία, που την ετοιμάζω εδώ και πολλά χρόνια και που είναι πολύ διαφορετική. Ετοιμάζω μία ανθολογία των καλυτέρων τραγουδιών του Τσιτσάνη και, δόξα τω Θεώ, η ανθολογία αυτή τελείωσε και περιέχει 187 τραγούδια που αναμφισβήτητα είναι αριστουργήματα. Επειδή θα τη συνοδεύω και με ένα κριτικό υπόμνημα - καθαρά φιλολογική εργασία, ελπίζω το πολύ σε δύο χρόνια να είναι έτοιμη αυτή η δουλειά, ώστε να έχουμε στα χέρια μας και την ανθολογία και τις βασικές απαντήσεις γύρω από τα προβλήματα που δημιουργούν τα σπουδαιότερα τραγούδια του Τσιτσάνη. Αυτά μόνο για να μη φλυαρούμε.
Τώρα θα σας πω λίγα ακόμη για την Παρέα του Τσιτσάνη, την οποία όπως ακούσατε τη φτιάξαμε με τον φίλο μου, τον Νίκο Στρουθόπουλο, το 1998, από μεγάλη αγάπη και σεβασμό για το έργο του μεγάλου βάρδου, αλλά κυρίως με δύο στόχους που κι αυτούς μου φαίνεται σας τους είπαν οι προλαλήσαντες, και μια διάδοση κοινωνική όχι πια σε ταβερνόβιους και ανεκδιήγητους τσόγλανους των καφενείων και των ταβερνών αλλά σε ανθρώπους του λαού που υποφέρουν και πάσχουν γι' αυτό και πηγαίνουμε σε γηροκομεία, σε φτωχοκομεία, σε στρατώνες, σε φυλακές και είναι συγκινητική η υποδοχή που μας κάνουν - απίθανα πράγματα. Αυτό, λοιπόν, αξίζει πιο πολύ από τις ταβέρνες και όλα τα σχετικά.
Αλλά ταυτόχρονα πρέπει να δυναμώσει και η έρευνα και η μελέτη του έργου και μάλιστα όχι να δυναμώσει, να εκλαϊκευθεί. Να ξέρει ο κόσμος ότι ένας λαϊκός συνθέτης είναι ένα μάλαμα. Δεν μπορούμε να ασχολούμαστε μια ολόκληρη ζωή με τα ξενόφερτα απ’ τις Αμερικές κι απ’ τις Ισπανίες και από τις Τουρκίες κι από τις Ινδίες. Κοντεύουμε δηλαδή να χάσουμε τον εαυτό μας, ακριβώς γιατί δεν ήμασταν ποτέ σοβαροί για να καταλάβουμε ότι ο εαυτός μας είναι πλούσιος. Αλλά, πώς να το κάνουμε αυτό όταν χωλαίνουμε τόσο πολύ σε τόσο πολλά και βασικά;
Έτσι, λοιπόν, η Παρέα του Τσιτσάνη ενδιαφέρεται πολύ όχι μόνο να διαδώσει αλλά και να εκλαϊκεύσει αυτό το αξεπέραστο έργο. Η Παρέα - δε θελήσαμε να την πούμε κουαρτέτο και συγκρότημα και κάτι τέτοια αστεία, μια παρέα είναι αυτή - η παρέα αυτή αποτελείται από τέσσερα άτομα: τον μπουζουξή τον Νίκο Στρουθόπουλο, που παίζει μπουζούκι και τραγουδάει, ένας αυτός, τον κιθαρίστα Νίκο Ζυγούρα, που παίζει κιθάρα και τραγουδάει, τη βασική τραγουδίστρια Δώρα Στρουθοπούλου, που είναι και η φωνητική βάση της συντροφιάς, και τον υποφαινόμενο, ο οποίος παίζει ένα δευτερεύοντα ρόλο, τραγουδώντας δεύτερες φωνές.
Αυτοί οι τέσσερις περίπου τα βρήκαν μεταξύ τους, τραγουδούν με αγάπη και σεβασμό, στηρίζονται αποκλειστικά στις πρώτες εκδόσεις των τραγουδιών του Τσιτσάνη και όχι σε επανεκτελέσεις που εν πολλοίς είναι χαλασμένες ή εμπορικότερες, και έτσι θα μπορέσετε να πάρετε μια ιδέα τού πόσο σοβαρά έχτισε το έργο του ο μεγάλος αυτός συνθέτης.
Λοιπόν, θα αρχίσουμε αμέσως - να ‘ρθούν τώρα τα παιδιά, και θα σας τραγουδήσουμε. Εμείς έχουμε ένα πρόγραμμα με 25 τραγούδια. Αν τυχόν είναι πολλά, θα σας πούμε λιγότερα. Αυτή θα είναι η ανταπόδοση για τους πολλούς ομιλητές που μας έκλεψαν την παράσταση. Ευχαριστώ.
ENANTION
Είμαι εναντίον κάθε τιμητικής διάκρισης, απ' όπου κι αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία απ' το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε - αυτό το απαίσιο «υπείροχον έμμεναι άλλων» που μας άφησαν οι αρχαίοι.
Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατωτέρου μου - και κάποτε θα πρέπει να απαλλαγούμε από τη συγκατάβαση των μεγάλων. Παίρνω βραβείο σημαίνει παραδέχομαι πνευματικά αφεντικά - και κάποτε θα πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας.
Είμαι εναντίον των χρηματικών επιχορηγήσεων και σιχαίνομαι τους φτωχοπρόδρομους που απλώνουν το χέρι τους για παραδάκι. Οι χορηγίες μεγαλώνουν την επιθυμία μας για διακρίσεις και λεφτά∙ ξεπουλάνε την ατομική ανεξαρτησία μας.
Είμαι εναντίον των λογοτεχνικών συντάξεων. Προτιμώ να πεθάνω στην ψάθα, παρά να αρμέγω το υπουργείο, κι ας με άρμεξε το κράτος μια ολόκληρη ζωή. Γιατί να επιβαρύνω το δημόσιο επειδή έγραψα μερικά ποιήματα; Και γιατί να αφήσω το κράτος να χωθεί ακόμη περισσότερο στη ζωή μου;
Είμαι εναντίον των σχέσεων με το κράτος και βρίσκομαι σε διαρκή αντιδικία μαζί του. Ποτέ μου δεν πάτησα σε υπουργείο, και το καυχιέμαι. Η μόνη μου εξάρτηση από το κράτος είναι η εφορία, που με γδέρνει.
Είμαι εναντίον των εφημερίδων. Χαντακώνουν αξίες, ανεβάζουν μηδαμινότητες, προβάλλουν ημέτερους, αποσιωπούν τους απροσκύνητους∙ όλα τα μαγειρεύουν όπως αυτές θέλουν. Δεξιές, αριστερές, κεντρώες - όλες το ίδιο σκατό. Ακόμη κι ο τελευταίος δημοσιογραφίσκος έχει βλάψει από τις στήλες του τη λογοτεχνία μας∙ σκεφτείτε τι γίνεται με τους διευθυντές συγκροτημάτων.
Είμαι εναντίον των κλικών. Προωθούν τους δικούς τους, τους άλλους τους θάβουν. Όποιοι δεν είναι με το μέρος τους, καρατομούνται∙ κυριαρχούν οι γλείφτηδες και οι τζουτζέδες. Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως το μέλλον ανήκει στα σκουπίδια.
Είμαι εναντίον των κουλτουριάρηδων: όλα τα αμφισβήτησαν εκτός από τις τρίχες τους. Χαλνούν τον κόσμο με τις κριτικές τους, όλους τους βγάζουν σκάρτους και πουλημένους∙ και μόλις πάρουν το πτυχίο, τους βλέπω αμέσως διορισμένους στα υπουργεία, κι ο ιδεαλισμός τους ξεφουσκώνει μες στα βολέματα του κατεστημένου.
Είμαι εναντίον κάθε ιδεολογία, σε οποιαδήποτε απόχρωση κι αν μας τη σερβίρουν. Όσο πιο γοητευτικές και πρωτοποριακές είναι οι ιδέες, τόσο πιο τιποτένια ανθρωπάκια μπορεί να κρύβονται από πίσω τους. Όσο πιο όμορφα τα λόγια τους, τόσο πιο ύποπτα τα έργα τους. Όσο πιο υψηλοί οι στόχοι, τόσο πιο άνοστοι οι στίχοι.
Είμαι, προπάντων, εναντίον των κρυφών φιλοδοξιών μας, που μας οδηγούν καθημερινά σε μικρούς και μεγάλους συμβιβασμούς. Αν σήμερα κυριαρχούν παραγοντίσκοι και τσανάκια, δεν φταίει μόνο το κωλοχανείο∙ φταίνε και οι δικές μας οι παραχωρήσεις και αδυναμίες. Αν πιάστηκε η μέση του οδοκαθαριστή, φταίμε κι εμείς που πετάμε τα τσιγάρα μας στο δρόμο. Κι αν η λογοτεχνία μας κατάντησε σκάρτη, φταίει κι η δική μας σκαρταδούρα.***
ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
Είμαι εναντίον των φεστιβάλ, όποιοι κι αν τα διοργανώνουν (κράτος, δήμοι, κόμματα), διότι:
Διαιωνίζουν τη γνωστή δημοκοπία «άρτον και θεάματα», που ευνουχίζει το λαό με φιέστες και με πανηγύρια και τον τραβάει μακριά απ' τα πραγματικά προβλήματά του και τις αληθινές ανάγκες του.
Χρησιμοποιούν τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις σαν πρόσχημα για ύποπτες επιδιώξεις: την εξουσία και τον παραγοντισμό, το τραγάνισμα του δημοσίου χρήματος και την προώθηση ημετέρων.
Χρηματοδοτούνται άμεσα ή έμμεσα απ' το κράτος∙ αποτελούν δηλαδή ένα επιπλέον βήμα της βαθμιαίας κρατικοποίησης των πάντων: από τα ναυπηγεία μέχρι το μονοτονικό. Και είναι σ' όλους μας γνωστό πού οδηγούν οι κρατικοί εναγκαλισμοί.
Συνηθίζουν τους καλλιτέχνες να ζητιανεύουν από τα υπουργεία και τους δήμους (τους κάνουν δηλαδή φτωχοπρόδρομους), κι έτσι τους έχουν στο χέρι, για να μπορούν εύκολα να τους χρησιμοποιούν.
Κατά κανόνα, οι άνθρωποι των υπουργείων και των δήμων είναι άσχετοι, ανίκανοι και κομπλεξικοί - κι όμως, αυτοί μας κάνουν κουμάντο. Αντίθετα οι «επαΐοντες» και οι «ειδότες» (που θα 'πρεπε, κατά τον Πλάτωνα, να 'χουν τον πρώτο λόγο στα δημόσια ζητήματα), αυτοί παραμερίζονται και εξουδετερώνονται.
Οι άνθρωποι των υπουργείων και των δήμων είναι, κατά κανόνα, ανεξέλεγκτοι. Κανείς δεν ξέρει ποιος αποφασίζει, ποιος εγκρίνει, ποιος διαθέτει. Αλλά και όταν εκ των υστέρων αποδίδουν λογαριασμό, ο λογαριασμός είναι μαγειρεμένος, και χώρια που το κακό έχει γίνει πια.
Η πενιχρή ποιότητα των φεστιβάλ δεν δικαιολογεί τα υπέρογκα έξοδά τους. Πίσω απ' τη βιτρίνα δύο ή τριών καλών εκδηλώσεων ακολουθεί σαβούρα κάθε είδους, αρκεί να βγαίνουν κάποιοι κερδισμένοι κι αρκεί η λίστα να είναι γεμάτη από σωρεία εκδηλώσεων.
Τα φεστιβάλ γίνονται πάντα για τους φιλότεχνους αστούς και για τους τζαμπατζήδες ψηφοφόρους - ποτέ για το λαό ή για τους καλλιτέχνες (προσέξατε πως δεν καλούν κανέναν καλλιτέχνη σε εκδηλώσεις που έχουν εισιτήριο;) Και όσο για τις συνοικίες, και τους «όμορους» δήμους, εκεί οι προχειρότητες διαιωνίζουν ακόμη πιο ανεμπόδιστα το επαρχιακό επίπεδό μας.
Είναι καιρός να πάψει πια το κράτος να χρησιμοποιεί τους καλλιτέχνες. Κι είναι καιρός να πάψουν πια και οι καλλιτέχνες να χρησιμοποιούν το κράτος. Η τέχνη πρέπει να μάθει να ζει από μόνη της - όχι απ' τα δημόσια ταμεία. Τα φεστιβάλ να λιγοστέψουν επιτέλους. Καλύτερα να χτίζονται νοσοκομεία, παρά να χρηματοδοτούνται ροκάδες. Καλύτερα ο δήμος να μαζεύει ταχτικά τα σκουπίδια, παρά να μας φλομώνει με το καλλιτεχνικό του σκουπιδαριό. Κι όσο για μας, ας μάθουμε επιτέλους να δουλεύουμε, αντί να τρέχουμε όλο το χρόνο από φεστιβάλ σε φεστιβάλ.***
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Εσείς το λέτε κρίση, εγώ το λέω καμπινέ που κάθε λίγο βουλώνει. Όλοι χέζουν, κανείς δε σκουπίζει, κι όλους τους πιάνει απελπισία για το ποιος θα βρεθεί να τον ξεβουλώσει. Και στο φινάλε, κάποιοι βρίσκονται. Όχι βέβαια οι διεφθαρμένες κυβερνήσεις, ούτε τα αδίσταχτα κόμματα, ούτε οι ξοφλημένες ιδεολογίες∙ προπάντων όχι οι πολλοί, με τα παχιά τα λόγια, που θορυβούν και εισπράττουν. Αλλά οι λίγοι, αυτοί που χωρίς να τους βλέπει κανείς, δίνουν ένα χέρι στο συνάνθρωπο∙ αυτοί που χωρίς να καταστρώνουν αναμορφωτικά προγράμματα, σκύβουν το κεφάλι και δουλεύουν. Αυτοί οι λίγοι είναι τα αραιά κεριά μες στο σκοτάδι, όταν το φως αργεί πολύ να φανεί.
ΟΙ ΚΟΣΜΟΙ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ
της κας Σοφίας ΣπανούδηΤΑ ΝΕΑ, 1 Φεβρουαρίου 1952
Η πρώτη μου γνωριμία με τον κοσμαγάπητον αυτό λαϊκό μουσουργό έγινε σ’ ένα φιλικό σπίτι, όπου πήγε με πρόθυμη καλωσύνη μια βραδιά με το συγκρότημά του, για να τον ακούσουν κι’ εκείνοι που δεν μπορούν να πάνε στο μακρυνό συγκρότημα όπου παίζει. Το άκουσμα του Τσιτσάνη στάθηκε πραγματικά για μένα μια αποκάλυψις. Και μου επιβάλλεται σήμερα να του αφιερώσω την επιφυλλίδα αυτή σαν μια «έντιμη υποχρέωση» απέναντι των όσων κατά καιρούς είχα γράψει εναντίον των ρεμπέτικων τραγουδιών, που τόσοι νοθεύουν κάθε μέρα. Τα «ρεμπέτικα» του Τσιτσάνη είναι ένα μουσικό «είδος» αξιοπρόσεχτο και μεστό από καλλιτεχνική ουσία άξια να μελετηθή από την κάθε πλευρά της και πριν απ’ όλα για τα γενεσιουργά φυλετικά γνωρίσματα που παρουσιάζει. Τη μουσική αυτή κραδαίνουν ολοζώντανα εθνογραφικά στοιχεία, που είναι πάντα οι παντοδύναμοι παράγοντες της εθνικής τέχνης, κι' επιβάλλονται με τη δημιουργική πνοή τους και με τον αυθορμητισμό του μουσικού ενστίκτου στο θαυμασμό και των μυημένων μουσικών και του πλήθους. Γι’ αυτό η ρεμπέτικη αυτή μουσική στην πρωτόγονη κατ’ επιφάνειαν μορφή της, παρουσιάζει συχνά μια θελκτική πολυμορφία με τις πλούσιες κλίμακες και τις απειροστές υποδιαιρέσεις τους, με την ποικιλία των διατονικών τρόπων και των εσωτερικών υποδιαιρέσεων της οκτάβας. Αν εμβαθύνωμε λίγο στη μελέτη των τρόπων αυτών, δεν θ' αργήσωμε να βρούμε μιαν αντιστοιχία με τους Βυζαντινούς τρόπους, που προδίνουν τον χαρακτήρα τους στην ιδιότυπη αυτή μουσική. Με τους αδιάλειπτους και αδιάσπαστα συνεχομένους αυτούς κρίκους των μουσικών αιώνων, πλέκεται ο μεγάλος κύκλος της ενότητος της Ανατολικής μουσικής, από την οποίαν οι πολυμήχανοι Ρώσοι εθνικισταί και οι Ισπανοί της νεωτέρας σχολής ήντλησαν ζωτικώτατα στοιχεία. Η ενότης αυτή, η γεμάτη μυστικοπάθεια στις ιδιότυπες μολπές της, διατηρείται μ' έναν αναλλοίωτο χαρακτήρα με τον εμβρυώδη λυρισμό της, με τους έμμονους μετρικούς ρυθμούς της και την προνομιούχο φραστική όλων των νοσταλγικών συναισθημάτων της μοναξιάς, των χωρισμών, της βαρύθυμης λύπης, της νοσταλγικής λαχτάρας. Κι’ όταν ακόμα ξεσπάνει το ξέφρενο κέφι ενός άκρατου διονυσιασμού, τα τραγούδια αυτά δεν εκτροχιάζονται από τον κυρίαρχο ρυθμό τους. Γιατί ο συνθέτης τους υπακούει εξίσου στο αυστηρό υποσυνείδητο της τέχνης, όσο και στο παντοδύναμο ένστικτο που τον κατευθύνει.
Ο Τσιτσάνης είναι ένας μεγαλοφυής λαϊκός συνθέτης. Θάλεγα καλλίτερα, αυτοσχεδιαστής, σαν τον περίφημο εκείνο Ουγγαρέζο Γκέζα Τσάρνακ, που θαύμαζε τόσο ο Λιστ, κι’ έτρεμε μην τύχη και σπουδάση μουσική, για να διατηρήση παρθενική και αναλλοίωτη την ορμέμφυτη δύναμι του μουσικού του ενστίκτου. Αμφιβάλλω πολύ αν ο Τσιτσάνης θα μπορούσε να γράψει τα τραγούδια του εναρμονίζοντας αυτά για την μικρή του ορχήστρα. Δύο μπουζούκια, μια κιθάρα, μια φυσαρμόνικα κι' ένα πιάνο, αυτή είναι όλη η ορχήστρα που διευθύνει παίζοντας ο ίδιος το πρώτο μπουζούκι και τραγουδώντας με αισθαντικότητα όσο και σεβασμό του στυλ που έχει καθιερώσει ο ίδιος στη μουσική του. Σολίστ του τραγουδιού είναι η Μαρίκα Νίνου, μια νέα με ωραία φωνή, γεμάτη περιπαθείς, που μένει πάντα υποταγμένη στα κελεύσματα μιας ευγενικής στο είδος της τέχνης, χωρίς να ξεπερνά ποτέ αυθαίρετα τα σύνορά της. Η τέχνη αυτή έχει μια σύμφυτη ευγένεια, κι' ένα λαϊκό αριστοκρατισμό. Τα «ρεμπέτικα» τραγούδια του Τσιτσάνη είναι ορθόδοξα και σεμνά, με αγνή συναισθηματική προέλευση. Χωρίς ίχνος παρεκτροπής, ούτε κακόζηλα διφορούμενα, όπως μερικά που ακούμε στο ραδιόφωνο ή σε ειδικές ταβέρνες. Στις στροφές και στην επωδό τους, μουσικώτατα χρωματισμένα, αποβλέπουν πριν απ' όλα στην αγνή συναισθηματική συγκίνησι. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» είναι ένα υποβλητικώτατο ψυχικό τοπίο, που μεταγγίζει ακέραια στον ακροατή τη σκιερή του ατμόσφαιρα. Το «Όνειρο της αδελφής» στην απλοϊκή του εξέλιξι ανιστορεί τον στοργικό πόνο της νέας για τον αδελφό της που πολεμά για την πατρίδα. Τον βλέπει στ' όνειρό της και λέει στη μάνα της πως αυτό είναι καλό σημάδι. Το τραγούδι τελειώνει με μια θερμή επίκλησι των δύο γυναικών στην Παναγιά, μιαν αγνότατη προσευχή παλλόμενη από ζωηφόρο ελπίδα. Άκουσα ακόμα από το μουσικώτατο αυτό συγκρότημα το «Βίρα την άγκυρα, παιδιά!» με τη συναρπαστική επωδό, που ξανασταίνει οράματα ενθουσιασμού και θριάμβων. Τα «Δυο παιδιά», το «Στρώσε μου να κοιμηθώ» κρύβουν μέσα τους αδιαμφισβήτητα Βυζαντινά στοιχεία οικογενή και προσαρμοσμένα στην πηγαία έμπνευσι του συνθέτη και στους ρευστούς ρυθμούς του.
Μα ο Τσιτσάνης δεν είναι μόνο συνθέτης τραγουδιών, ποιητής και μουσικός εξίσου. Είναι και σολίστ του μπουζουκιού, που ανυψώνει το λαϊκό αυτό όργανο σε ανώτερα μουσικά εδάφη και δικαιολογεί στην εντέλεια όλες τις βιρτουοζικές του αξιώσεις. Το θερμό του βιμπράτο δεν έχει τίποτε το τσιγγάνικο. Οι μελωδίες που εισηγείται με τόση αυτοπεποίθησι έχουν ένα ραψωδικό χαρακτήρα, που μας φέρνει αναδρομικά σε πολύκρουνες φυλετικές πηγές. Ο τολμηρός αυτός αυτοσχεδιαστής δεν ξενίζει κανένα. Και ο πιο θωρακισμένος από προκατάληψι ακροατής του αφοπλίζεται εμπρός στην εξαιρετική αυτή προσωπικότητα που δεν έχει κανένα εγωκεντρισμό, ούτε συναίσθησι της αξίας του, κι’ αιχμαλωτίζει μόνο με την απόλυτη ειλικρίνεια και τη γοητεία της μουσικής του. Είναι προφανές ότι οι συνεργάται του τον λατρεύουν. Αυτοί έδωσαν και στα σόλι του μπουζουκιού που παίζει έναν τίτλο που συγκινεί με τον απλοϊκό αυθορμητισμό του: «Τα Ωραία του Τσιτσάνη». Στα «Ωραία» αυτά – αυτοσχεδιάσματα τις περισσότερες φορές – οι πιστοί του συνεργάτες προσθέτουν κάποτε και μια δική τους δειλή υπόκρουσι, που εντείνεται στους δυναμικούς ρυθμούς του πηγαίου «ατρελλεράντο» του σολίστ. Το μικρό αυτό μουσικό σύνολο είναι θαυμαστό για την ομοιογένεια και τη διαβάθμιση των ηχητικών χρωματισμών που λείπουν συνήθως από κάθε άλλη λαϊκή μουσική δημοτικών τραγουδιών. Η κυριαρχία του διατονικού γένους και η επίμονη αποφυγή καταχρήσεως των χρωματικών κλιμάκων και των επηυξημένων δευτέρων, δίνουν στη μουσική αυτή ένα Δωρικό χαρακτήρα που την εξευγενίζει. Όλα αυτά εκδηλώνονται υποσυνείδητα και γι' αυτό ακόμα επιβλητικώτερα από τον προνομιούχο δημιουργό της που διεκδικεί – να το επιζητήση – δικαιωματικά τη συγκινημένη προσοχή μας. Το ομαδικό δημοψήφισμα των λαϊκών μαζών έχει ήδη αναδείξει τον σεμνόν αυτόν Έλληνα μουσικό σε μια ξεχωριστή θέσι. Θα ήθελα πολύ να υποβάλω την ιδέα μιας συναυλίας συστηματικής Τσιτσάνη στο «Κεντρικόν» ή στον «Παρνασσό», για να γνωρίση πλατύτερα ο μουσικόφιλος κόσμος και όλοι οι μουσικοί μας, μια πρωτόφαντη Ελληνική ιδιοφυΐα που κανείς δεν μπορεί να προδικάση τι μας επιφυλάττει ακόμη στο μέλλον. Πάντως έχω την πεποίθησι πως στη συναυλία αυτή θα σημειωθή κοσμοπλημμύρα. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος ν' ακουσθούν «Τα Ωραία του Τσιτσάνη» μέσα σε άδεια παγερή σάλλα, όπως συνήθως συμβαίνει με τόσους «διασήμους» ξένους καλλιτέχνες που έρχονται στας Αθήνας.
Τελικά, για πρώτη φορά βλέπω την Αθήνα να έχει κα....ει στο πηγάδι!!!
Αυτή τη φορά όμως λέω... κρίμα :-((
Μόλις θα έχεις επιστρέψει από τις διακοπές σου. Λες στην Τόνια να σου έχει έτοιμο αεροπορικό εισιτήριο για Θεσσαλονίκη κι έρχεσαι κατευθείαν. Θα σε περιμένω με ανοιχτές αγκάλες κι αυτή τη φορά θα είμαι στο μπαλκόνι να σου κουνήσω μαντίλι άμα τη αφίξει σου. :-)))
Για Αθήνα δεν προβλέπεται τίποτα κι αποδώ δεν μπορείς να λείψεις. Θα είναι και η Μαλαματή και η Αναστασία και ο Θωμάς και ο Τόλης και δύο φίλες του και ίσως κι ο αδελφός σου ο Γιάννης και πολλοί άλλοι που αυτή τη στιγμή λείπουν. Τελεία και παύλα. :-)
Άντε, παιδάκι μου, παρακάλια θες;;;;; Λέμε, θα είμαστε και 'μεις εδώ!!!! Νόμιζες ότι θα τη γλυτώσεις με μια συζήτηση μόνο;;;;;;;; χαχαχαχαχα
Και να τι έμαθα σήμερα και χαίρομαι για την πατρίδα μου!
...
Μήπως να οργανώσουμε μια συνάντηση στην Κοζάνη;; :-)
Ήταν στραβό το κλήμα, το'φαγε κι ο γάιδαρος...
Λοιπόν, εσένα σκέφτηκα αμέσως μόλις το' μαθα, να ξέρεις... Όλα γίνονται για να μπορέσεις να έρθεις εσύ που η μια ημερομηνία σού βρόμαγε κι η άλλη σου ξίνιζε τόσο καιρό. :-))))))))))))))))
Απόψε έμαθα ότι η Βραδιά Τσιτσάνη θα γίνει το επόμενο Σάββατο, 22 Σεπτεμβρίου, στον ίδιο χώρο και την ίδια ώρα, δηλαδή στις 8 μ.μ. Όσοι πιστοί προσέλθετε! :-)
....... Νάντια, πάλι για σένα δουλεύουν, νομίζω! :-))))
Και να τι έμαθα σήμερα και χαίρομαι για την πατρίδα μου!
"Η παρέα του Τσιτσάνη"
Το Σάββατο 18 Αυγούστου κατά τις 9 το βράδυ στο χώρο του αναψυκτηρίου του Αγίου Δημητρίου, στην Κοζάνη, θα εμφανιστεί η μουσική «ΠΑΡΕΑ ΤΟΥ ΤΣΙΤΣΑΝΗ».
Ένα συγκρότημα από τη Θεσσαλονίκη που αποτελείται από τους μουσικούς:
· Νίκο Στρουθόπουλο -μπουζούκι, τραγούδι
· Δώρα Στρουθοπούλου - τραγούδι
· Νίκο Ζυγούρα - κιθάρα, τραγούδι
· Συμμετέχει και ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, - τραγούδι.
Το συγκρότημα ερμηνεύει μόνον τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη αφού η διάδοση του έργου του συνθέτη είναι ο αποκλειστικός λόγος σύστασης και ύπαρξής του.
Η παρουσία των πολιτών στο χώρο της εκδήλωσης είναι ελεύθερη.
Η διοργάνωση της βραδιάς ανήκει στην Δ.Ε.Π.Α.Κ. που έχει και την κύρια φροντίδα της και πραγματοποιείται μετά από πρόταση της πνευματικής επιθεώρησης Κοζάνης «Παρέμβαση».
http://www.giapraki.com/news.php (http://www.giapraki.com/news.php)
Πηγή: http://www.kozanh.gr/portal/index.php?option=com_content&task=view&id=804&Itemid=74
Μήπως να οργανώσουμε μια συνάντηση στην Κοζάνη;; :-)