Σταύρος Ζαφειρίου: VI. homo homini lupus
«Όποιος επιθυμεί να καταλάβει τις επιδιώξεις μου
πρέπει να ομολογεί τις ματαιώσεις.»
Για να εκτιμήσει κανείς στην πλήρη τους διάσταση
τη σημασία του συγκεκριμένου αφορισμού
δεν αρκεί να γυρίζει αδιάκοπα σαν ποδηλάτης
στη μέσα πλευρά ενός κύκλου
ή να διασχίζει μονάχα το δάσος της φαντασίας του
σαν ένα άγνωστο και απερίγραπτο κομμάτι της φύσης,
αλλά οφείλει να έχει στο μυαλό του συνέχεια
και συνέχεια να μνημονεύει
–με το έξω και το μέσα της γλώσσας του–
τα φυλλοβόλα και τ’ αειθαλή,
τους κρυπτόγαμους μύκητες,
τις θαμνώδεις εκτάσεις και τα ξέφωτα,
ακόμη και τα ολομόναχα ρόμπολα,
τα χτυπημένα από τον κεραυνό.
Μια περιγραφή της διαδρομής των αδέσποτων από τη μία πλευρά του οδοστρώματος στην άλλη, από το ένα πεζοδρόμιο στο απέναντι, ακολουθώντας κι ακολουθώντας κατά πόδας τις κινήσεις των ανθρώπων∙ να περιμένουν δηλαδή (τα αδέσποτα) στις διαβάσεις όταν ο φωτεινός σηματοδότης είναι στο κόκκινο, και να διασχίζουν κάθετα το οδόστρωμα μόλις ο φωτεινός σηματοδότης αλλάζει στο «τώρα μπορείς»∙
και ακόμη, μια ακριβής περιγραφή της πορείας τους από το απέναντι πεζοδρόμιο προς κάποιο καθορισμένο σημείο –επειδή μου είναι αδύνατο να φανταστώ, και πολύ περισσότερο αδύνατο να πιστέψω, ότι τ’ αδέσποτα κινούνται τυχαία, χωρίς να θέλουν κάπου να φτάσουν, δίχως να έχουν κάποιον σαφή και συγκεκριμένο προορισμό∙
αυτή η περιγραφή της διαδρομής τους από το ακριβές σημείο εκκίνησης μέχρι το ακριβές σημείο προορισμού τους θα μπορούσε, σκεφτόμουν τότε, ν’ αποτελέσει από μόνη της μια χαρά το θέμα της εργασίας μου, αν μου αρκούσε, το θέμα της εργασίας μου να προσανατολιστεί στα αδέσποτα και στην πιστή εφαρμογή από μέρους τους των κανόνων των ανθρώπων∙
των ανθρώπων εκείνων οι οποίοι, εφαρμόζοντας και οι ίδιοι κατά περίσταση τους κανόνες που έχουν θεσπίσει, περνούν με πράσινο από το ένα πεζοδρόμιο στο απέναντι, διασχίζουν παρέα με τα αδέσποτα το πλάτος του οδοστρώματος, κάπου εκεί όμως χωρίζουν οι δρόμοι τους, γιατί τ’ αδέσποτα γνωρίζουν ξεκάθαρα πού ακριβώς κατευθύνονται και κατευθείαν κινούνται προς τα εκεί,
ενώ οι άνθρωποι, αν και γνωρίζουν τον ακριβή τους προορισμό, αν και ήδη από τη στιγμή που κόβεται ο ομφάλιος λώρος τους βρίσκονται αναπόδραστα στη διαδρομή προς τον ακριβή τους προορισμό, προσπαθούν με τους πιο ένοχους και ανακόλουθους τρόπους να διαταράξουν αυτή την πορεία, προσπαθούν
εντελώς τραγικά και αδιανόητα, ή και ανόητα πολλές φορές, και μάλιστα το προσπαθούν και το προσπαθούν σε όλη τους τη ζωή, να λοξοδρομούν απ’ αυτή την πορεία,
καταστρέφοντας στο πέρασμά του όχι μονάχα τα φυλλοβόλα και τ’ αειθαλή, τους κρυπτόγαμους μύκητες και τις θαμνώδεις εκτάσεις, αλλά ακόμη κι εκείνα το ολομόναχα ρόμπολα, τα χτυπημένα από τον κεραυνό.
Αυτή την ιδέα της ένοχης λοξοδρόμησης, και όσων συνεπειών τη βαραίνουν, με την πληθώρα των γλωσσικών μεταφορών και των συμβολισμών και των επαναλήψεων, που ανεμίζονται άτσαλα κι ακατάστατα ανάμεσα στα ρεύματα του λόγου, δεν θα επιχειρούσα ποτέ να την καλλιεργήσω, αν δεν είχα διαρκώς κατά νου τ’ αδέσποτα,
παρά τη συμπάθεια που εκμαιεύουν με την αδέσποτη φύση τους, παρά το στερητικό άλφα που δεσπόζει του ονόματός τους, για ν’ αρνηθεί, έστω και λεκτικά, την εξουσία επάνω τους κάποιου δεσπότη, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση ν’ αποτελέσουν το κεντρικό θέμα ενός ολόκληρου, παρότι σύντομου, χειρογράφου, και είναι ασφαλώς προτιμότερο να τ’ αφήσουμε να περιφέρονται και να περιφέρονται ως αδέσποτα και να ενεργούν μοναχά ως αδέσποτα στις αράδες του,
ενώ οι άνθρωποι, χάρη στην ένοχα επίμονη και ακατάπαυστη διάθεσή τους να λοξοδρομούν, πράττοντάς το ακόμη και με τρόπους μελοδραματικούς ή με τρόπους αστείους, ήταν και παραμένουν το εν δυνάμει μοναδικό και αξεπέραστο θέμα.
Αν και το ενδιαφέρον μου για τον ένοχο άνθρωπο –ενώ ο φερόμενος και συμπεριφερόμενος κατ’ επίφαση ως αθώος μου είναι αδιάφορος παντελώς, όπως αδιάφορη παντελώς μου είναι και η προσήκουσα αρετή της αθωότητας– αποτελεί εκ προοιμίου ένα ισχυρότατο κίνητρο μελέτης των τυπικών του έστω δειγμάτων,
ο χώρος εντούτοις ενός χειρογράφου, το οποίο εξαρχής οριοθέτησε τις σελίδες του σε λίγες δεκάδες, με αναγκάζει να περιοριστώ σε ημιτελείς και, εν πολλοίς, ατεκμηρίωτες γενικεύσεις, πράξη διόλου, όπως υποπτεύομαι, προσφιλή, τουλάχιστον σε εκείνους που απαιτούν, εν μέρει δικαίως, να κατανοήσουν από πού αφορμάται τούτο το ενδιαφέρον μου προς τον ένοχο άνθρωπο,
τον άνθρωπο που διαρκώς διαπράττει μια ενοχή (sic), μια ολοένα και ολοένα μεγαλύτερη ενοχή, μέχρι που καταλήγει να γίνεται λύκος για τον άνθρωπο, και καταλήγει, σαν αγρίμι, να κατασπαράζει τον άνθρωπο, λες και υπακούει κατά γράμμα στον νόμο της φυσικής επιλογής, ενώ ο λύκος, παρότι υπόκειται ex officio στα άρθρα και τις διατάξεις του προαναφερόμενου νόμου, ουδέποτε κατασπαράζει τον λύκο∙
προς εκείνον τον άνθρωπο ο οποίος βαδίζει λοξά και παραβατικά, παρά το γεγονός ότι σε όλη και σε όλη του τη ζωή απαιτεί την ομαλή λειτουργία των φωτεινών σηματοδοτών και των ενδείξεών τους, και απαιτεί τα σημεία και τις λευκές παράλληλες διαγραμμίσεις των διαβάσεων, και ο οποίος βαδίζει αλύγιστα και μονοκόμματα, παρά το γεγονός ότι σε όλη του τη ζωή περιπλέκει και περιπλέκεται στο αλύγιστο και μονοκόμματο βήμα του.
Με τούτη την εύθραυστη και πιθανότατα διαβλητή και ανατρέψιμη διαλεκτική των αντιθέσεων και αντινομιών, με τα «παρότι», τα «εντούτοις» και τα «αν και», που είναι και η εύθραυστη και διαβλητή και πιθανότατα ανατρέψιμη διαλεκτική της ανθρώπινης ύπαρξης, ή της ανθρωπινότητας –αν θελήσουμε εκτός από την ύπαρξη να θίξουμε, έστω και μόνον ονομάζοντάς το, το περιεχόμενό της– δεν φιλοδοξώ ασφαλώς να εμβαθύνω θεωρητικά σε οποιαδήποτε οντολογική κατάσταση,
κάτι που αποτολμούν, κοιλοπονώντας όρη και γεννώντας ποντικούς, οι σύγχρονοι θλιβεροί μεταπράτες της και οι υπερβατικοί διδάσκαλοί της, με τις οιστρήλατές τους ταυτολογίες.
Ούτε βεβαίως σχεδιάζω να αποπροσανατολίσω τους πιθανούς αναγνώστες των χαμένων τούτων σελίδων του χειρογράφου μου, κατευθύνοντας και εγκαταλείποντάς τους στα δύσβατα περάσματα και στις μονιές των λύκων,
των μαγικών αυτών τετραπόδων με τ’ απαστράπτοντα και μαγεμένα μάτια, που κινούνται αγεληδόν ή κατά μόνας στα όρια, και που προτείνουν τα όρια σκότους και φωτός, μυθολογούμενα στο πλήρες της σελήνης∙
τότε που η καρναβαλική και σχιζοειδής ανθρώπινη φύση ντύνεται με θράσος τον μύθο τους, φορά δηλαδή με θράσος το λυκίσιο τομάρι και τα λυκίσια δόντια του μύθου τους,
ενώ από τη άλλη μεριά, ουδέποτε η εντελής φύση των λύκων καταδέχτηκε να ντυθεί το τομάρι και τα δόντια του ανθρώπινου μύθου.
Ο στόχος μου, στο πλαίσιο ενός εκ πρώτης όψεως σπασμωδικού και ατελούς, μα κατά βάθος οργανωμένου, όπως θα ήθελα να καταδείξω, αφηγηματικού σχήματος, παραμένει η φράση προς φράση ασφαλής ανάπτυξη του θέματός μου, ενός θέματος το οποίο, μετά την περιπετειώδη και αμφιρρέπουσα περιπλάνησή του σε ασταθή και χασματικά τοπία, φαίνεται να βρίσκει επιτέλους τα ηθικά του ερείσματα και τα πατήματά του. Χαρτιά.
Σημείωση του ποιητή:
Παρά την επισήμανση φίλων νομικών ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της ενοχής ως αποτέλεσμα άνομης πράξης, πολύ περισσότερο δε ως συναίσθημα, προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επιπλέον αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.
Οι τίτλοι των ενοτήτων προέρχονται από λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών ή αποφθεγματικών διατυπώσεων. Παραθέτω τη μετάφρασή τους:
I. corpus delicti: το σώμα του εγκλήματος.
II. vae victis: ουαί τοις ηττημένοις.
III. guarda e passa: βλέπε και πέρνα.
IV. desinit in piscem: απολήγει σε ιχθύ.
V. ita res est: έτσι έχει το πράγμα.
VI. homo homini lupus: ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο.
VII. difficiles nugae: δύσκολες φλυαρίες.
VIII. medice, curate ipsum: ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου.
IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant: όπου δημιουργούν έρημο, εκεί λένε ότι έδωσαν ειρήνη.
X. scribitur ad narrandum: γράφεται χάριν διηγήσεως.
XI. dehemur morti nos nostraque: χρεωστούμεθα στον θάνατο και εμείς και τα δικά μας.
XII. non Oedipus: όχι Οιδίπους.
XIII. ne adsum qui feci: εγώ είμαι ο δράστης.
XIV. res, non verba: έργα, όχι λόγια.
XV. finis coronat opus: το τέλος στεφανώνει το έργο.
Από το ποιητικό βιβλίο Ενοχικόν / ο μονόλογος ενός δράστη (2010)