Τσίμπα το και σε αναζητήσιμη μορφή.
English | Greek |
abduction | απομάκρυνση |
aberrancy | ετεροτοπία |
abfraction | σφηνοειδής αποτριβή |
adhesiveness | συγκολλητικότητα, προσφυσικότητα, προσκολλησιμότητα |
ablation | αφαίρεση ενός μέρους με εκτομή |
abocclusion | ανώμαλη σύγκλειση |
abrade | εκτρίβω | αποτρίβω | αποξέω |
abrasion | αποτριβή |
acute dentoalveolar abscess | oξύ οδοντοφαντιακό απόστημα |
absorption | απορρόφηση |
abutment tooth | δόντι που χρησιμοποιείται ως στήριγμα για ένα τεχνητό δόντι |
abutment | στήριγμα | κολόβωμα |
acanthion | ένα κρανιομετρικό σημείο στην κορυφή της πρόσθιας ρινικής άκανθας |
acanthoid | ακανθοειδής |
access cavity | διάνοιξη κοιλότητας |
accessory nerve | παραπληρωματικό νεύρο |
accumulation of bacterial plaque | συσσώρευση μικροβιακής πλάκας |
accumulation | συσσώρευση |
acetone | ακετόνη |
ache | άλγος | συνεχής μονότονος πόνος |
acidophilic | οξεόφιλο |
acidosis | οξέωση |
aclusion | η κατάσταση του να είναι τα δόντια χωρισμένα |
acoustic nerve | ακουστικό νεύρο |
acquired pellicle | επίκτητος υμένας |
acromegaly | γιγαντισμός |
acrylic resin | συνθετική μορφή ρητίνης |
actinomyces | ακτινομήκυτες |
activation | ενεργοποίηση υγρών διακλησμών |
activator | ενεργοποιητής |
acute abscess | οξύ απόστημα |
acute candidiasis of the palate | οξεία μόλυνση υπερώας |
acute necrotizing ulcerative gingivitis | οξεία ελκονεκρωτική ουλίτιδα |
acute periodontitis | οξεία περιοδοντίτιδα |
acute | oξύς | οξεία | οξύ |
acutenaculum | χειρουργικό βελοννοκάτοχο |
adamantinocarcinoma | αδαμαντινοκαρκίνωμα |
adamantinoma | αδαμαντίνωμα |
adaptation | προσαρμογή |
adaptive tissue tolerance | προσαρμοστική αντοχή των ιστών |
addition silicones | σιλικόνες αθροιστικού τύπου |
adenectomy | αδενεκτομή | χειρουργική αφαίρεση αδένα |
adenoma | αδένωμα |
adenomatoid odontogenic tumour | adenomatoid odontogenic tumor (AOT) | αδενωματοειδής οδοντογενής όγκος |
adhere | κολλώ | προσφύομαι |
adhesion | συγκόλληση |
adhesive | συγκολλητικός |
adolescent | έφηβος |
adult | ενήλικος |
advancement of the mandibule | προώθηση της κάτω γνάθου |
adventitious cyst | κύστη που δημιουργείτε γύρω απο ένα ξένο σώμα |
aerobe | αερόβιο μικρόβιο |
aerobic | αερόβιος |
aerodontalgia | πονόδοντο που προκαλείται λόγω τηςπτήσης σε μεγάλο ύψος |
aetiology | αιτιολογία |
affection | νοσούσα κατάσταση |
agomphiasis | απώλεια των δοντιών |
agranulocytosis | ακοκκιοκυτταραιμία |
aH26 | άλφα Ήτα 26 |
air syrigne | αεροσυριγγα |
air turbine | αεροτουρπίνα |
airbrasive | αεροαποτριβή |
albation | λεύκανση δοντιών |
algesia | ευαισθησία στον πόνο |
algesic | επώδυνος |
alginate | αλγινικό |
align | τοποθέτηση σε γραμμή | ευθυγράμηση |
alkaline phosphatase | αλκαλική φωσφατάση |
alkaline | αλκαλικός |
allceramic | ολοκεραμικό |
allergic | αλεργικός |
alloy | κράμα |
aluminium oxide | οξείδιο του αργιλίου | αλουμίνα |
alveolabial sulcus | ουλοχειλική αύλακα |
alveolar artery | φατνιακή αρτηρία |
alveolar bone | φατνιακό οστούν |
alveolar foramen | φατνιακό τρήμα |
alveolar nerve | φατνιακό νεύρο |
alveolar pericementitis | φατνιακή πυόρροια |
alveolar point | το μέσο σημείο μεταξύ ων κεντρικών τομέων | στο φατνιακό τόξο της άνω γνάθου |
alveolar process | φατνιακή απόφυση |
alveolar ridge | φατνιακή ακρολοφία |
alveolar septum | μεσοφατνιακό διάφραγμα |
alveolar | φατνιακός |
alveolectomy | φατνιεκτομή |
alveolus (=socket) | φατνίο |
alveolysis | φατνιολυσία |
amalgam carrier | αμαλγαματοφόρος |
amalgam tatoo | στήξη αμαλγάματος |
amelification | αδαμαντινογέννεση |
ameloblastoma | αδαμαντινοβλάστωμα |
amelo-dentinal juncion | αδαμαντινο--οδοντινική ένωση |
amelodentinal junction | αδαμάντινο-οδοντινική ένωση |
amelogenesis imperfecta | ατελής αδαμαντινογέννεση |
amelogenesis | αδαμαντινογέννεση |
amelogenin | αδαμαντινογενίνη |
ampoule | ampule | φύσιγγα |
amputation | ακρωτηριασμός |
anaerobe | αναερόβιος οργανισμός |
anaerobic | αναερόβιος |
anaesthetic | αναισθητικό |
anatomical articulator | ανατομικός αρθρωτήρας |
anatomical crown | ανατομική μύλη |
anatomical root | ανατομική ριζα |
anchor | άγκιστρο |
anchorage | αγκίστρωση |
anchoring fibers | ίνες προσήλωσης |
angiofibroma | αγγειοίνωμα |
angioma | αγγείωμα |
angulated abutments | angled abutments | κολοβώματα διόρθωσης κλίσης | κεκλιμένα κολοβώματα |
ankyloglossia | αγκυλογλωσσία |
ankylosis | αγκύλωση |
anterior teeth | πρόσθια δόντια |
anterior open bite | προσθιοδοντία |
anticariogenic | αντιτερηδογενής |
anti-rotation | αντιπεριστροφική διάταξη | αντιπεριστροφικός μηχανισμός |
antisepsis | αντισηψία |
apectomy | ακρορριζεκτομή |
apex (=root-end) | ακρορρίζιο |
aphtous ulcer | άφθες |
apical abscess | ακρορριζικό απόστημα |
apical downgrowth of the epithelium | ακρορριζική μετανάστευση του επιθηλίου |
apical fibre of periodontium | ακρορριζική ίνα του περιοδοντίου |
apical foramen | ακρορριζικό τρήμα |
apical gauging | μετριση της ακροριζικής διαμέτρου (απικάλ γκάουτζιγκ) |
apical periodontitis | περιακροριζική περιοδοντιτιδα (νερκό με αλλοίωση) |
apical screw | κυλινδρικό εμφύτευμα με ακρορροζικό σπείρωμα |
apically | ακρορριζικά |
apicectomy | ακρορριζεκτομή |
appliances | συσκευές |
applicator | μικροεντριπτήρας |
apposition | επικάθιση |
appositional bone growth | εναποθετική οστική αύξηση |
approximation | προσέγγιση |
aptha ulcers | αφθώδη έλκη |
aptyalism | έλλειψη σιέλου |
arch bridge | σταθερή γέφυρα |
arch wire | συρμάτινο τόξο |
arctacion | έμφραξη ενός σωλήνα |
aR-flap (apically repositioned flap) | aκρορριζικά μετατιθέμενος κρημνός |
articulating paper | χαρτί άρθρωσης |
articulating surface | αρθρική επιφάνεια |
articulation foil | χαρτί σύγκλεισης |
articulation | άρθρωση |
articulator | αρθρωτήρας |
aspiration | αναρρόφηση |
asymptomatic | ασυμπτωματική (δεν πονάει) |
atrophic | ατροφικός |
atrophy | ατροφία |
attached gingiva | προσπεφυκότα ούλα |
attachment | σύνδεσμος ακριβείας |
attrition | αποτριβή |
augmentation technique | αυξητική τεχνική |
autoclave | αυτόκαυστο | αποστειρωτήρας |
autotransplanation | αυτομεταμόσχευση |
axial wall | αξονικό τοίχωμα |
axial | αξονικός |
bacteraemia | βακτηριαιμία |
bacteriolysis | βακτηριόλυση |
bacteriolytic | βακτηριολυτικός |
balancing side | πλευρά αντιρροπησεως |
ball attachment | σφαιρικός σύνδεσμος |
band | δακτύλιος |
bar and attachment restorations | αποκαταστάσεις με δοκό και συνδέσμους ακριβείας |
bar | δοκός |
bar-borne restoration | αποκατάσταση με δοκό |
barodontalgia | αεροδονταλγία |
barrier membranes | αποφρακτικές μεμβράνες |
basal lamina | βασική μεμβράνη |
basal | βασικός |
basion | βάσιον |
Bell's palsy | περιφερική παράλυση του προσωπικού νεύρου |
bending strength | αντίσταση στην κάμψη |
benign | καλοήθης |
bening mucous membrane pemphigoid | καλόηθες πεμφιγοειδές των βλεννογόνων |
bennett angle | η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ του οβελιαίου επιπέδου και της διαδρομής του κονδύλου | κατά την διάρκεια της πλάγιας κίνησης | της κάτω γνάθου |
bennett movement | η κίνηση της κάτω γνάθου προς τα αριστερά ή τα δεξιά κατα τη διάρκεια της μάσησης |
bevel | λοξοτόμηση |
bevelled flap | λοξοτομημένος κρημνός |
bibe | πίνω (συνταγές bib) |
bibeveled | αυτός που λοξοτομείται και στις δύο πλευρές |
bicameral abscess | απόστημα με δύο θυλάκους |
biconcave | ο έχων δύο κοίλες επιφάνειες |
biconvex | ο έχων δύο κυρτές επιφάνειες |
bicuspid | ο έχων δύο φύματα | Ο προγόμφιιος |
bicuspid | προγόμφιος |
bicuspiddal | ο έχων δύο φύματα |
bifid tongue | η δισχιδής γλώσσα |
bifid | ο δισχιδής | ο χωριζόμενος σε δύο μερη |
biforate | ο έχων δυο ανοίγματα |
bilateral | αμφοτερόπλευρος |
bio occlusion | η φυσιολογική σύγκλειση |
bioceramic materials | βιοκεραμικά υλιά |
biochemistry | βιοχημεία |
biofilm | βιοϋμένιο |
biopsy | βιοψία |
bisect | διχοτομώ |
bisphenol | διφαινόλη |
bistoury | Μακρύ στενό χειρουργικό μαχαιρίδιο |
bite | δήξη |
bitewing | ακτινογραφικό πλακίδιο με πτερύγιο |
black tongue | μαύρη γλώσσα | μελανοχρωματικές πλάκες επί της γλώσσας |
blade implants | λεπιδόμορφα εμφυτεύματα |
blade | λεπίδα |
bleach | λεύκανση με χημικά μέσα |
bled | πομφόλυξ | φυσσαλίς |
bleeding | αιμορραγία |
blennostasis | βλενόσταση |
blind abscess | απόστημα | το οποίο δεν έχει συριγγώδη έξοδο |
blind fistula | ένα συρίγγιο | το οποίο έχει ένα μόνι άνοιγμα |
blister | φύσαλλίδα |
block | αποκλεισμός- Απόφραξη |
blood vessel | αιμοφόρο αγγείο |
blow out Fracture | υποκογχικό κάταγμα |
boley gauge | ένα βαθμονομημένο όργανο που χρησιμοποιείται για ενδοστοματικές μετρήσεις |
bolus | βλωμός |
bond | μποντ (συγκολλητικό) |
bonding | σύνδεση | συγκόλληση |
bone cell | οστεοκύτταρο |
bone class | οστική τάξη |
bone drilling | διάνοιξη οστού | τρυπανισμός |
bone formation | οστεοποίηση |
bone lining cells | ανενεργά οστικά κύτταρα |
bone mill | μύλος οστών |
bone recontouring | αναδιαμόρφωση οστού |
bone split | διαχωρισμός οστού |
bone spreading | διεύρυνση οστού |
bone tissue | οστίτης ιστός |
bone window | οστική θυρίδα |
bony dehiscence | οστική υφίζηση |
bony fenestration | οστική θυρίδα |
bony | οστεώδης |
borded positions | ακραίες ή οριακές θέσεις |
border movements | καθε οριακή θέση στην κίνηση της κάτω γνάθου |
border tissue movements | δράση των μύων και των άλλων ιστών |
bow | τόξο |
boxed cast | εγκιβωτισμένο αποτύπωμα |
braces | σιδεράκια |
brackets | σιδεράκια |
branchial cyst | βραγχιακή κύστη |
branemark implants | εμφυτεύματα Branemark |
breakdown materials | υλικά καταβολισμού |
bridge | γέφυρα |
broach | πολφουλκό |
broth | υγρό καλλιέργειας |
brushing | ψήκτριση |
bruxism | βρουξίσμός |
bruxofacer | κάθε επίπεδη γλωσσική περιοχή σε ένα δόντι με περιγεγραμμένα όρια |
brycomania | ακούσιος τριγμός δοντιών |
bucca | παρειά |
buccal artery | παρειακή αρτηρία |
buccal bone plate | παρειακό οστικό πέταλο |
buccal involution | στοματικός κόλπος |
buccal nerve | βυκανητικό νεύρο |
buccal wall | παρειακή επαφάνεια του δοντιού |
buccal | παρειακός |
buccal | προστομιακά | παρειακά |
buccellation | αιμόσταση με την χρήση βύσματος εκ μοτού ή ξαντό |
buccinator | βυκανητικός | βυκανητής |
buccolingual | παρειογλωσσικά |
buccoplacement | εκτόπηση ενός δοντιού | παρειακώς |
buccula | σαρκώδης αναδίπλωση |
bulboid | βολβοειδής |
bullous pemphigoid | πομφολυγώδες πεμφιγοειδές |
bundle bone | δεσμιδωτό ή δεσμώδες οστούν |
bur | εγγλυφίδα | φρέζα |
burn | έγκαυμα |
burnish | στίλβωση (με τριβή) |
burnish | στίλβωση | λείανση |
burn-out | αποκηρούμενος |
calcareous degeneration | εκφύλιση |
calcific | αποτιτανωνένος |
calcification | ενασβεστίωση |
calcified | ενασβεστιωμένος |
calcine | κονοποιώ | ξηραίνω με θερμότητα |
calcium hydroxide | υδροξείδιο του ασβεστίου |
calcular | λιθισιακός |
calculus | τρυγία | πέτρα |
camera pulp | πολφικός θάλαμος |
canal | σωληνάριο | πόρος |
cancellous bone | σπογγώδες ή δικτυωτό οστούν |
cancrum oris | νομή |
canin eminence | κυνικό έπαρμα |
canine & cuspid | κυνόδοντας |
canine fossa | κυνικός βόθρος |
canine muscle | κυνικός μύς |
canker | εξέλκωση |
cantilever | πρόβολος |
capitulum | αρθρική απόφυση ενός οστού |
carbide | καρβίδιο |
carbohydrate | υδατάνθρακας |
carbon fibre post | άξονας ανθρακονημάτων |
carcinogenesis | καρκινογένεση |
caries | τερηδόνα |
caries | φλεγμονώδης αποσύνθεση του οστίτη ιστού |
cariogenic | τερηδογενής |
cartilage | χόνδρος |
cartridge system | σύστημα με φύσιγγες |
carver | σμίλη |
case | περίπτωση |
caseous | τυρώδης | τυροειδής |
cast post | χυτός άξονας |
cast refractory | εκμαγείο που ανθίσταται στη θερμότητα |
cast | πρόπλασμα |
cast-on | χυτευόμενος |
catalysis | κατάλυση |
catalyst | καταλύτης |
catgut | ζωικό ράμμα |
caustic | καυστικός |
cauterization | καυτηρίαση |
cavilla | σφηνοειδές οστούν του κρανίου |
cavity floor | πυθμένας της κοιλότητας |
cavity liner | ουδέτερο στρώμα |
cavity preparation | παρασκευή κοιλότητας |
cavity walls | τοιχώματα οδοντικής κοιλότητας |
cavity | κοιλότητα |
cEJ | αδαμαντινοΟστεϊνική Ένωση |
celective griding | εκλεκτικός τροχισμός |
cell | κύτταρο |
cellular cementum | κυτταροφόρος οστεϊνη |
cement | cementum | οστεΐνη | κονία |
cement filling | κονία |
cement lines | συγγκολλητικές γραμμές (=τα όρια του οστεώνα) | γραμμές ενασβεστίωσης |
cemented crowns | συγκολλούμενες στεφάνες |
cemented | συγκολλούμενος |
cementitis | φλεγμονή της οστείνης ουσίας του δοντιού |
cementoblastoma | οστεινοβλάστωμα |
cementodentinal | οστεινο-οδοντικός |
cemento-enamel junction | οστεινο-αδαμαντινική ενωση |
cementoenamel junction | οστεΐνοαδαμαντινική ένωση |
cemento-enamel | οστεινο-αδαμαντινικός |
cementoma | οστείνωμα |
cementosis | εντοπισμένη εναπόθεση οστεινής ουσίας |
cementum | οστείνη |
centipetal | κεντρομόλος |
central bearing | κεντρική εφαρμογή πιέσεως μεταξύ άνω και κάτω γνάθου |
central incisor | κεντρικός τομέας |
centric occlusion | κεντρική σύγκλειση |
centrifugal | φυγοκεντρικός |
cephalalgia | κεφαλαλγία |
cephalometry | κεφαλομετρία |
cerebellar | παρεγκεφαλιδικός |
cerebellum | παρεγκεφαλίδα |
cermet cement | κονία κεραμομετάλλου |
cervical line | αυχενική γραμμή δοντιού |
cervical section | αυχενική περιοχή |
cervical | αυχενικός |
cervix | αυχένας |
chameprosopic | χαμαιπροσωπία |
chamfer | λοξό βάθρο |
check bite | αποτύπωμα με σκληρό κερί ή γύψο |
cheekbone | ζυγωματικό οστούν |
cheilion | η γωνία του στόματος |
cheilitis | χειλίτης |
chemomechanical preparation | χημικομηχανική επεξεργασία |
chiasma | χίασμα |
chin | πώγων | γένειον |
chip off | μικροσπάσιμο |
chisel | σμίλη |
chlorhexidine | χλωρεξιδίνη |
chroma | χροιά |
chronic abscess | χρόνιο απόστημα |
chronic desquamative gingivitis | χρόνια αποφλοιωτική ουλίτιδα |
chronic gingivitis | χρόνια ουλίτιδα |
chronic periodontitis | χρόνια περιοδοντίτιδα |
chronic | χρόνια |
cicatrical pemphigoid | ουλώδες πεμφιγοειδές |
cicatrization | ουλοποίηση | επούλωση |
circa | πέριξ |
circulatory | κυκλοφορικός |
circumcoronitis | περιστεφανίτιδα |
citric acid | κιτρικό οξύ |
clamp (for rubber dam) | αρπάγη |
clasp | άγκιστρο |
cleft palate | λυκόστομα |
cleft-lip | χειλεοσχιστία |
cleft-palate | υπερωϊοσχιστία |
clenching | σύσφιξη |
clicking | κρότος |
clinical crown | κλινική μύλη |
clinical root | κλινική ρίζα |
clinical | κλινικός |
clip | συγκρατητικό στοιχείο |
close bite | υπερσύγκλειση |
clot | πήγμα |
clusp | άγκιστρο |
coagulation | πήξη |
coarse | αδρό |
coated togue | επίχριστος γλώσσα |
coating | επικάλυψη |
cohesion | συνοχή | συνάφεια |
colar | δακτύλιος | κολάρο |
cold abscess | ψυχρό απόστημα |
collagen | κολαγόνο |
collagenase | κολλαγενάση |
colloid | κολλοειδές |
colonization | αποίκηση |
columnar cells | κυλινδρικά κύτταρα |
columnar epithelium | κυλινδρικό επιθήλιο |
commercially pure titanium (CpT) | εμπορικώς καθαρό τιτάνιο |
compact bone | συμπαγές οστούν |
complete denture | ολική οδοντοστοιχία |
complication | περιπλοκή | επιπλοκή |
component | συστατικό |
composite | σύνθετη ρητίνη |
composites | σύνθετες ρητίνες |
compound cavity | σύνθετη κοιλότητα |
compresive strength | η αντοχή του υλικού στην πίεση |
concave | κοίλος |
concha | κόγχη |
concrescence | σύμφυση | ένωση |
condensation | στοιβαγμός | συμπύκνωση | συμπύκνωση εμφρακτικου υλικού |
condenser | συμπυκνωτής |
condylar | κονδυλικός |
condyle | κόνδυλος |
condylotomy | κονδυλοτομή |
congenital anomalies | συγγενείς ανωμαλίες |
congenital | συγγενής |
conical | κωνικός |
connector | σύνδεσμος |
constriction | στένωση |
contact area | επιφάνεια επαφής |
contact points | σημεία επαφής των όμορων επιφανειών δύο πρακειμένων δοντιών |
contagious disease | μολυσματικές ή λοιμώδεις νόσοι |
contaminate | μολύνω |
contamination | μόλυνση |
continuous bar retainer | μεταλλική δοκός συγκράτησης |
contour alloy | το κατάλληλο κράμα για αυχενικές αποσπάσεις |
contour | περίγραμμα |
contra-angle | γωνιακή |
contra-angled handpiece | γωνιακή (χειρολαβή) |
contraction | συστολή |
contramination | μόλυνση |
contrust | αντίθεση |
convex | κυρτός |
coping | καλύπτρα |
cord | νήμα |
coronal cementum | μυλική οστεϊνη |
coronal leakage | μυλική μικροδιείσδυση |
coronally | μυλικά |
coronary regrowth | μυλικός επανασχηματισμός |
corosion | οξείδωση |
corrugator | επισκήνιος |
cortical bone | φλοιώδες οστούν |
cortical | φλοιώδες |
craniofacial dysjunction | κάταγμα της άνω γνάθου |
crater | κρατήρας |
crazing | μια όψη απο μικρά ραγίσματα |
crepitation | κριγμός |
crepitus | κριγμός |
crest | ακρολοφία | κορυφή |
crevice | ρωγμή |
crevice-gingival | ουλοδοντική σχισμή |
crevicular fluid | ουλικό υγρό |
crevicular | σχισμοειδής |
cross bite | σταυροειδής σύγκλειση |
cross-arch bridge | ενιαία γέφυρα |
cross-bite | σταυροειδής σύγκλειση |
crown | μύλη (φυσικό δόντι) | στεφάνη (τεχνητό δόντι) |
crypt | κρύπτη |
cure | σκλήρυνση υλικών |
curettage | απόξεση |
curette | ξέστρο |
curled enamel | αδαμαντίνη με πρισματικούς ράβδους βοστρυχοειδείς |
curvature | κάμψη |
curve of Spee | καμπύλη του Spee |
curved canals | κάμψη ριζικού σωλήνα |
cusp | οδοντικό φύμα |
cuspid protected occlusion | σύγκλειση κυνοδοντικής προστασίας |
cuspid | κυνόδοντας |
custom tray | ατομικό δισκάριο |
cuticle | υμένιο |
cutting-tip | κοπτικό άκρο |
cylindrical implant | κυλινδρικό εμφύτευμα |
debridement | νεαροποίηση |
debris | κάθε ξένη ουσία που είναι προσκεκολλημένη στην επιφάνεια του δοντιού |
debris | μαλακή εναπόθεση |
decalcification | απασβεστιώση |
deciduous teeth | νεογιλή οδοντοφυία |
deciduous | νεογιλοί |
deciduous | προσωρινός | αποπίπτων |
decussation | χίασμα |
dedentition | απόπτωση των δοντιών |
deep bite | βαθιά δήξη |
deflection | εκτροπή |
deformity | παραμόρφωση |
dehiscence | διάνοιξη |
dehiscense | απογύμνωση της ρίζας | διάνοιξη |
dehydration | αφυδάτωση |
demineralization | απώλεια μεταλλικών αλάτων |
demineralized bone | απασβεστιωμένο οστούν |
denaturation | αποδόμηση |
denervation | εκνεύρωση |
dens in dente | οδός εντώς δοντιού |
dentagra | οδονταλγία |
dental amalgam | οδοντικό αμάλγαμα |
dental arch | οδοντικό τόξο |
dental calculus | οδοντική τρυγία |
dental changes | αλλαγή οδοντικού προφίλ |
dental chart | οδοντικό διάγραμμα |
dental cyst | οδοντική κύστη |
dental forceps | οδοντάγρα |
dental mirror | οδοντικός καθρέπτης |
dental necrosis | οδοντική νέκρωση |
dental plaque | οδοντική πλάκα |
dental pulp | οδοντικός πολφός |
dental splint | οδοντικός νάρθηκας |
dental ulcer | οδοντικό έλκος |
dentinal canals | οδοντινοσωληνάριο |
dentinal sclerosis | σκληρωτική οδοντίνη |
dentinal tubule | οδοντινικό σωληνάριο | οδοντινοσωληνάριο |
dentinal | οδοντινικός |
dentine chips | τεμαχίδια οδοντίνης |
dentine | οδοντίνη |
dentinitis | φλεγμονή των οδοντινικών σωληναρίων |
dentinoenamel junction | αδαμαντινοδοτική ένωση |
dentinogenesis imperfecta | ατελής αδοντινογένεση |
dentinogenesis | οδοντινογένεση |
dentist | οδοντίατρος |
dentistry | οδοντιατρική |
dentition | οδοντοφυΐα |
dento facial | οδοντοπροσωπικός |
dento-alveolar abscess | οδοντοφατνιακό απόστημα |
dento-facial orthopedics | γναθοπροσωπική ορθοπεδική |
dentogingival junction | ουλοδοντική ένωση |
dentoalveolar abscess | οδοντοφατνιακό απόστημα |
dentulous - Dentate | ενώδων |
dentur | φυσική οδοντοστοιχία | τεχνητή οδοντοστοιχία |
dentures | οδοντοστοιχία |
denuded | απογυμνωμένος |
depigmentation | αποχρωματισμός |
deposit | ίζημα |
depressor labii inferioris | τετράγωνος κάτω χείλους |
deproteinized | αποπροτεϊνισμένο |
dermatitis herpetiformis | ερπητοειδής δερματίτιδα |
design | σχήμα |
desquamative | απολεπιστικός |
developmental groove | παραγωγικές αύλακες |
deviation | παρεκτροπή | εκτροπή | παρέκλιση |
devitalize | νέκρωση του πολφού του δοντιού |
diabetes insipidus | σακχαρώδης διαβήτης |
diabetes | διαβήτης |
diagnosis | διάγνωση |
diagnostic | διαγνωστικός |
diastema | μεσοδόντιο διάστημα |
die | εκμαγείο |
disc | δίσκος |
discharge | εκκένωση | απέκκριση |
disclosing solution | αποκαλυπτικό διάλυμα |
disclusion | αποσύγκλειση |
distal | απω |
deep margin elevation (DME) | ανύψωση υποουλικού ορίου |
dorsal | ραχιαίος | οπίσθιος |
dorsonasal | οπισθορρινικός |
drainage | παροχέτευση |
drift | εκτόπιση ενός δοντιού |
drill | τρύπανο |
dry socket | ξηρό φατνίο |
dual cure resin cement | διπλού πολυμερισμού ρητινώδης κονία |
duct | πόρος |
dysphagia | δυσφαγία |
dysplasia | δυσπλασία |
dyspnoea | δύσπνοια |
eburnitis | υπερβολική αύξηση της σκληρότητας της οδοντίνης |
eccentric | έκκεντρος |
ectopic | έκτοπος |
edentia | ανοδοντία |
edentulous | νωδός |
edge to edge bite | σύγκλειση κοπτική με κοπτική |
effect | δράση | ενέργεια |
electrocautery | ηλεκτροκαυτηρίαση |
electroresection | εκτομή με την χρήση ηλεκτρικού μαχαιριδίου |
electrosurgery | ηλεκτροχειρουργική |
elongation | επιμήκυνση |
embrasure | μεσοδόντιο διάστημα |
emphysema | εμφύσημα |
empyema | εμπύημα |
enamel fibre | πρίσματα αδαμαντίνης |
enamel pearl | αδαμαντινικά μαργαριτάρια |
enamel prism | πρίσμα αδαμαντίνης |
enamel wall | τοίχωμα αδαμαντίνης |
enameloblast | αδαμαντινοβλάστη |
enameloblastoma | αδαμαντίνωμα |
enameloma | καλοήθης όγκος του αδαμαντινικού ιστού |
encapsulated | ενθυλακωμένος | κλεισμένος |
end to end bite | ατελής σύγκλειση |
endocrine gland | ενδοκρινής αδένας |
endocrown | υπερένθετο με επέκταση στον πολφικό θάλαμο |
endodontitis | φλεγμονή του οδοντικού πολφού |
endogenous | ενδογενής |
endosteum | ενδόστεον |
enervation | αφαίρεση ενός νεύρου ή μέρος αυτού |
enviroment | περιβάλλον |
eosinophilic | ηωσινόφιλον κοκκίωμα |
epiglottis | επιγλβττίδα |
epistaxis | επίσταξη | ρινορραγία |
epithelial | επιθηλιακός |
epithelium | επιθήλιο |
epulis | νεοπλασία των ούλων | επουλίς |
erosion | διάβρωση |
eruption | ανατολή δοντιού |
erythema | ερύθημα |
etching acid | αδροποιητικό οξύ |
ethmoid | ηθμοειδές |
evulsion | εκρίζωση |
exacerbation | έξαρση | επιδείνωση |
examination | εξέταση |
exanthematous | εξανθηματικός |
excavation | εκσκαφής |
excavator | κοχλιάριο εκσκαφής |
excess | αφθονία | περίσια |
excision | εκτομή |
excoriation | εκδορά |
excrete | απέκκριμα |
exelcymosis | εξαγωγή |
exfoliation | απολέπιση | αποφολίδωση |
exogenous | εξωγενής |
expansion | διαπλάτυνση | διαστολή | εξάπλωση |
explorer | ανιχνευτήρας |
external | εξωτερικός |
extirpation | εκρίζωση |
extraction | εξαγωγή |
extraoral approach | εξωστοματική προσπέλαση |
extraoral radiography | εξωστοματική ακτονογραφία |
extra-oral | εκτός στόματος |
extrinsic | εξωγενής |
extrusion | εξώθηση |
exudate | εξίδρωμα |
exudation | εξίδρωση |
facebow | προσωπικό τόξο |
facet | φασέτα λόγω αποτριβής |
facial artery | προσωπική αρτηρία |
facial canal | προσωπικός πόρος |
facial nerve | προσωπικό νεύρο |
facial plane | προσωπικό επίπεδο |
facial | προσωπικός |
factor | παράγων |
fatal | θανατηφόρος |
fees | κόστος |
ferrule | αυχενικό κολάρο | προστατευτικός Δακτύλιος |
fever | πυρετός |
fiber | ίνα |
fibre | ίνα |
fibrin | ινώδες |
fibroblast | ινοβλάστη |
fibroma | ίνωμα |
fibronectin | ινονεχτίνη |
fibro-osseous incorporation | ινοοστική σύζευξη |
fibrosis | ίνωση |
field operating | πεδίο εργασίας |
file | ρίνη |
fillers | υλικά πληρώσεως |
filling | έμφραξη |
filtration | διήθηση |
fimbriae | κροσσοί |
finishing bur | φρέζα τελείωσης |
finishing | τελευταία φάση της ορθοδοντικής θεραπείας |
first molar | πρώτος γομφίος |
first premolar | πρώτος προγόμφιος |
fissure | σχισμή |
fistula | συρίγγιο |
fixed appliance | πάγιος μηχανισμός |
fixed bridge | ακίνητη γέφυρα |
fixed bridge | σταθερή γέφυρα |
fixed prosthetics | ακίνητη προσθετική |
fixed reconstructions | ακίνητες αποκαταστάσεις |
fixture abutment | στήριγμα οστεονσωματούμενου εμφυτεύματος |
flange splint | μεταλλικός νάρθηκας |
flap lift | αναπεταση κρημνού |
flap | κρημνός |
flare-up | αναζωπύρωση |
flash | περίσσεια |
flexible | εύκαμπτος |
floss dental | οδοντιατρικό νήμα |
flowable | λεπτόρευστο |
flucturant swelling | κλυδάζουσα εξοίδηση |
fluoride | φθόριο |
fluoroapatite | φθοριοαπατίτης |
fluorosis | φθορίαση |
flush | ερυθρότητα | ερύθημα |
focal | εστιακός |
foetal | εμβρυικός |
fold | πτυχή |
follicle | θυλάκιο |
follicular cyst | οδοντοφόρος κύστη |
follicular | θυλακοειδής |
food debris | υπολείμματα τροφών |
foramen incisiva | ρινοϋπερώιο τρήμα |
foramen | τρήμα |
forceps | οδοντάγρα |
fossa canina | κυνικός βόθρος |
fossa | βοθρίο |
foundation | βάση οδοντοστοιχίας |
fracture strength | αντοχή θραύσης |
fracture | κάταγμα |
fraenectomy | χειρουργική αφαίρεση χαλινού |
fraenotomy | χειρουργική τομή ενός χαλινού της γλώσσας επί αγκυλογλωσσίας |
fraenulum | μικρός χαλινός |
fraenum labiorum | χειλικός χαλινός |
fraenum linguae | γλωσσικός χαλινός |
fragment | θραύσμα |
framework | μεταλλικός σκελετός |
frasaco crowns | στεφάνες frasaco |
free grafts | ετερομοσχεύματα |
freeway space | ελεύθερος μεσοφραγματικός χώρος |
freeze-dried | λυοφυλισμένος |
fremitus | δόνηση |
friable | εύθραυστος | εύθρυπτος |
frontal bone | μετωπιαίο οστό |
frontal | μετωπιαίος |
full thickness | ολικού πάχους |
functional appliance | λειτουργικός μηχανισμός |
fungal | μυκητικός | μυκητώδης | μυκητοειδής |
fungoid | μυκητοειδής |
fungous | μυκητώδης |
furcation | διχασμός ρίζας |
furcation | μεσορρίζιο |
fused teeth | διδυμία δοτιών |
fusiform | ατρακτοειδής |
gag reflex | φαρυγγικό αντανακλαστικό |
galvanism | γαλβανισμός |
galvanized | γαλβανικά |
gangrene | νέκρωση ιστού |
gargle | γαργάρα |
gel | κολλοειδής | ημιστερεά ή ζελατινώδης μαζα |
genal | παρειακός |
geographic tongue | γεωγραφική γλώσσα |
germ-free | αξενακός |
gerodontic | γηροοδοντιατρική |
giant cell | γιγαντοκύτταρο |
gingival col | ουλική καμάρα |
gingival enlargement | gingival overgrowth | διόγκωση ούλων |
gingival fibromatosis | ίνωμα των ούλων |
gingival margin | ελέυθερα ούλα |
gingival pocket | περιοδοντικός θύλακος |
gingival recession | υφίζηση ούλων |
gingival septum | ουλική θυλή |
gingival sulcus | οδοντική σχισμή |
gingivectomy | ουλεκτομή |
gingivitis | φλεγμονή των ούλων |
gingivoplasty | ουλοπλαστική |
glabella | μεσόφρυον |
gland | αδένας |
glass fibre post | αξονας υαλονημάτων |
glenoid fossa | κροταφική γλήνη |
glide path | διαβατότητα |
glossalgia | πόνος στην γλώσσα |
glossectomy | εκτομή της γλώσσας |
glossitis | φλεγμονή της γλώσσας |
glossopalatine | γλωσσουπερωιος |
glossopharyngeal | γλωσσοφαρυγγικός |
glossotrichia | τριχωτή γλώσσα |
glove | γάντι |
glow discharge | σπινθηροειδής εκκένωση |
glycogen | γλυκογόνο |
gnathankylosis | αγκύλωση της γνάθου |
gnathospasmus | τρισμός |
goitre | βρογχοκήλη |
goniocheiloschisis | μακροστομία |
granular | κοκκώδης |
granulation tissue | κοκκιοματώδης ιστός |
granuloma | κοκκίωμα |
grind | τροχίζω |
grinding | αποτριβή |
guaque hora | κάθε ώρα (συνταγογραφία q.h.) |
guarter in die | τέσσερις φορές την ημέρα. (συνταγογραφία q.i.d ή q.d.) |
gum | ούλο |
gumma | κομμίωμα |
gummatous | κομμιωματώδης |
gustation | γεύση |
gustatory | γευστικός |
gutta percha | γουταπέρκα |
haemangioma - Hemangioma | αιμαγγείωμα |
hairline fracture | τριχοειδές κάταγμα |
hairy tongue | τριχωτή γλώσσα |
halitosis | δυσοσμία αναπνοής | δύσοσμος απόπνοια |
halpodont | δόντια με λεία και κωνική μύλη |
hamulus | αγκιστροειδής απόφυση οστού |
handpiece | χειρολαβή |
hard palate | σκληρή υπερώα |
hare lip | λαγόχειλος |
hatchet | πέλεκυς |
head | κεφαλή |
headgear | εξωστοματικές δυνάμεις |
healing caps | βίδες επουλώσεως |
healing | επούλωση |
helcoid | ελκοειδής |
helcosis | έλκωση |
hematoma | αιμάτωμα |
hemidesmosome | ημιδεσμοσωμάτιο |
hemiglossal | ημιγλωσσικός |
hemiglossectomy | ημιγλωσσεκτομή |
hemimandibulectomy | ημιγναθεκτομή |
hemiplegia | ημιπληγία |
hemisection | διαχωρισμός |
hereditary opalescent dentine | ατελής οδοντιογέννεση | κληρονομική οπαλίζουσα οδοντίνη |
hereditary | κληρονομικός |
herpes labialis | επιχείλιος έρπης |
herpes of the palate | έρπης υπερώας |
herpes simplex | έρπης απλός |
herpes stomatitis | ερπητική στοματίτης |
herpes zoster | έρπης ζωστήρας |
herpes | έρπης |
heterogenous | ετερογενής |
hiatus | σχίσμα | χάσμα | άνοιγμα | τρήμα |
high pull | υψηλής έλξης |
hinging overdenture | γίγλυμη επένθετη οδοντοστοιχία |
hip | ισχίο |
holder | συγκρατητήρας |
hollow | κοίλος | κενός |
homogenous | ομοιογενής |
hormones | ορμόνες |
horn | κέρας |
hounsfield Unit (HU) | μονάδα Hounsfield |
hue | απόχρωση |
hugienic | υγιεινός |
hydrocolloid | υδροκολλοειδές |
hydroglossa | βατράχιο |
hydrophilic (bond) | υδρόφιλο (μποντ) |
hydrophobic (bond) | υδρόφοβο (μποντ) |
hygiene | υγιεινή |
hyobasioglossus | υοβασεογλωσσικός |
hyoid artery | α. Υφυοειδής | α. Εφυοειδής |
hyoid Bone | υοειδές οστούν |
hyperaemia | υπεραιμία |
hyperalgesia | υπεραλγησία |
hyperalgesia | υπεραλγία |
hypercementosis | υπεροστεϊνωση |
hyperfunction | υπερλειτουργία |
hyperkeratosis linguae | μαύρη γλώσσα |
hyperparathyroidism | υπερπαραθυρεοεειδισμός |
hyperplasia | υπερπλασία |
hypersalivation | υπερβολική έκκριση σάλιου |
hypertrophic | υπερτροφικός |
hypertrophy | υπερτροφία |
hypocalcification | υπασβεστίωση |
hypodermic | υποδερμικός |
hypoglossal | υπογλώσσιος |
hypophysis | υπόφυση |
hypoplastic | υποπλαστικός |
hypotonic | υποτονικός |
iDS (immediate dentin sealing) | άμεση κάλυψη οδοντίνης |
immediate denture | άμεση οδοντοστοιχία |
immune | άνοσος |
immunity | ανοσία |
immunization | ανοσοποίηση |
impacted | έγκλειστo |
impacted tooth | έγκλειστο δόντι |
impaction | ενσφήνωση |
imperforate | άτρητος |
implant - gingival junction | ουλοεμφυτευματική σχισμή |
implant endosteal | ενδοστικό εμφύτευμα |
implant holder | δακτύλιος συγκράτησης (του εμφυτεύματος μέσα στη συσκευασία) |
implant prosthetics | προσθετική των εμφυτευμάτων |
implant subperiosteal | υποπεριοριστικό εμφύτευμα |
implant | εμφύτευμα |
implant-borne | επιεμφυτευματικός |
impression coping | καλύπτρα αποτύπωσης |
impression tray | δισκάριο αποτύπωσης |
impression | αποτύπωμα |
iMZ fixtures | οστεοενσωματούμενα εμφυτεύματα ΙΜΖ |
inch | ίντσα |
incisal angle | κοπτική γωνία |
incisal wall | κοπτικό τοίχωμα |
incisive canal cyst | κύστη τομικού πόρου |
incisive canal | τομικός πόρος |
incisive papilla | τομική θηλή |
incisor | τομέας |
incisors | κοπτήρες (τομείς) |
inclusion | έγκλειση |
inferolateral | κάτω πλάγιος |
inferomedian | κάτω μέσος |
inferoposterior | κάτω οπίσθιος |
infilammation | φλεγμονή |
infilation | διόγκωαη |
infiltrate | διηθώ |
infiltration | διήθηση |
infraplacement | υπερέκφυση |
infraplacement | υπερέκφυσης |
initial site preparation | αρχική παρασκευή φρεατίου |
inlay | ένθετο |
inoculation | ενοφθαλμισμός |
insertion | τοποθέτηση |
intemaxillary | μεσογναθικός |
intentional transposition | σκόπιμη μετατόπιση |
interalveolar | μεσοφατνιακός |
interdental papilla | μεσοδόντιος θηλή |
interdental septum | μεσοδόντιο διάφραγμα |
interdental | μεσοδοντίκο |
interlocks | εσωτερικοί σύνδεσμοι |
intermaxillary | μεσογναθικός |
intermedium cementum | ενδιάμεση οστεϊνη |
internal intramembranous bone formation | υμενογενής ή άμεση οστεοποίηση |
intramobile connector | ενδοτικός σύνδεσμος |
intramobile element | ενδοτικό στοιχείο |
intrusion | πίεση των δοντιών προς τα μέσα |
irrigation liquids | υγρά διακλυσμών |
irrigation | διακλυσμός | κατιονισμός |
ivory | οδοντίνη |
jacket crown | στεφάνη ολικής κάλυψης |
jackscrew | εξελίκτρα |
jagged teeth | ακανόνιστα δόντια |
jaquette | ξέστρο |
jaw prop | στοματοδιαστολέας |
jaw | σιαγόνα |
jaw-bone | η κάτω γνάθος |
joint | άρθρωση | διάρθρωση | σύνδεση |
juctional nevus | χοριοεπιθηλιακός σπίλος |
jugal bone | ζυγωματικό οστούν |
jugal | ζυγωματικός |
jugomaxillary | γναθοζυγωματικός |
jugular foramen | σφαγιτιδικό τρήμα | οπίσθιο ρηγματώδες |
jugular fossa | σφαγιτιδικός βόθρος |
jugular nerve | σφαγιτιδικό νεύρο |
jugular notch | σφαγιτιδική εντομή |
jugular veins | σφαγιτίδες φλέβες |
jugular | σφαγιτιδικός |
jumbing the bite | υπερπήδηση της δήξης |
junction | συμβολή | συνένωση | διασταύρωση |
junctional epithelium | προσπεφυκός επιθήλιο |
junctional nevus | χοριοεπιθηλιακός σπίλος |
juvenile melanoma | νεανικό μελάνωμα |
juxtangina | μυοφαρυγγίτης |
juxtaposition | ευρισκόμενος σε παρακείμενη θέση |
kaposi's sarcoma | αγγειοσάρκωμα του Kaposi |
keloid | χηλοειδές |
keratin | κερατίνη ουσία |
keratinize | κερατινοποιώ |
keratinous | κερατινώδης | κερατώδης | κεράτινος | κέρατο |
keratoacanthoma | κερατοακάνθωμα |
keratogenesis | κερατογένεση |
keratogenous | αυτός που προάγει ή προκαλεί την αύξηση κερατινώδους ιστού |
keratoglossus | κερατογλωσσικός μυς |
keratosis labialis | χειλική κεράτωση |
keratosis | κεράτωση |
kinetic | κινητικός |
knife | μαχαιρίδιον |
knitting | σύνδεση |
knot | κόμπος |
knurl | μικρό Εξόγκωμα ή απόφυση (για τα εργαλεία) |
kolyseptic | αντισηπτικός |
kyphosis | κύφωση |
lab technician | οδοντοτεχνίτης |
labially | χειλικά |
laboratory | εργαστήριο |
laceration | κατατεμαχισμός |
lactobacillus | γαλακτοβάκιλλος |
lagocheilus | λαγώχειλος |
lamellar bone | πεταλι(δ)ώδες οστούν |
lamina densa | σκοτεινή ζώνη |
lamina dura | ενδοφατνιακό πέταλο |
lamina limitans | διαχωριστικός φλοιός |
lamina lucida | φωτεινή ζώνη |
laminate | προστομιακή (όψη) |
late implants | μεθύστερα εμφυτεύματα |
lateral incisor | πλάγιος τομέας |
lateral occlusion | πλάγια σύγκλειση |
lateralization (of a nerve) | μετάθεση προς τα πλάγια |
laterally | όμορα |
leaching | διαρροή |
lead | μόλυβδος |
ledging | δημιουργία βάθρου |
lens | φακός |
levator anguli oris | κυνικός |
levator labii superioris alequae nasi | γωνιακή μοίρα του τετράγωνου του άνω χείλους |
levator labii superioris | τετράγωνος άνω χείλους |
lichen planus | ομαλός λειxήνας |
ligament | σύνδεσμος |
ligature | περίδεση |
light curing | φωτοπολυμερισμός |
line angle | διέδρη γωνία μετάβασης (μεταξύ των δύο επιφανειών) |
liner | ουδέτερο στρώμα |
lingual artery | γλωσσική αρτηρία |
lingual bar | γλωσσική δοκός |
lingual nerve | γλωσσικό νεύρο |
lingual occlusion | γλωσσική σύγκλιση |
lingual septum | γλωσσικό διάφραγμα |
lingual wall | γλωσσικό τοίχωμα |
lingual | γλωσσικός |
lip | χείλος |
lip-holder | παρειοκάτοχο |
lipocyte | λιποκύτταρο |
lithiasis | λιθίαση |
load | φορτίο |
lobe | λοβός |
locular | κυψελιδωτός |
long junctional epithelium | μακρά επιθηλιακή πρόσφυση |
loupe | αμφίκυρτος μεγενθυτικός φακός |
luxation | εξάρθρωση |
lymph | λέμφος |
lyophilized | λυοφυλισμένο |
machined surface | μηχανοποιημένη επιφάνεια |
macrogingivae | χρόνια υπετροφία των ούλων |
macroscopic | μακροσκοπικός |
macula | κηλίς |
maculation | κηλίδωση |
magnification | μεγένθυση |
malar | ζυγωματικός |
malocclusion | ανωμαλίες της σύγκλεισης |
mamelon | θηλοειδές έπαρμα |
mammelon | θηλοειδές έπαρμα | λοβός ανάπτυξης |
mandible | κάτω γνάθος |
mandibular angle | γωνία της κάτω γνάθου |
mandibular canal | γναθιαίος πόρος |
mandibular foramen | έσω γναθιαίο τρήμα |
manducatory | μασητικός |
manual (hand) files | ρίνες χειρός |
marginal bone | ακρολοφία |
marginal gingiva | ελεύθερα ούλα |
marrow | μυελός των οστών |
marsupialization | μαρσιποποίηση |
masking | επικάλυψη |
masseler | μασητήρας μύς |
master cast | τελικό εκμαγείο |
master model | εκμαγείο εργασίας |
mastication | μάσηση |
masticatory | μασητικός |
materia alba | λευκό επίχρισμα |
matrix | τεχνητό τοίχωμα |
mattress sutures | συρραφές τύπου εφαπλωματοποιού |
maturation | ωρίμανση |
maxilla | ανω γνάθος |
maxillary sinusits of dental origin | οδοντογενής ιγμορίτιδα |
maximal interinsical opening | μέγιστο διαφατνιακό ύψος |
mB2 | δεύτερος εγγύς ριζικός σωλήνας |
medicament | φάρμακο |
melt | λειώνω |
membrane | μεμβράνη |
mental foramen | γενειακό τρήμα |
mental | γενειακός |
mercury | υδράργυρος |
mesenchyma | μεσέγχυμα |
mesiad | πρός την μέση γραμμή |
mesial angle | εγγύς γωνία |
mesialization | μετακίνηση των δοντιών προς τα εγγύς |
mesio- incisal | εγγύς κοπτικό |
mesio- occlusal | εγγύς μασητικός |
mesioBuccal MB 2 | εγγύς Παρειακός 2 |
mesioBuccal MB | εγγύς Παρειακός |
mesiobuccal | εγγύς παρειακός |
mesiodens | μεσόδους |
mesioDistal MD | άπω Παρειακός |
mesiolabial | εγγύς χειλικός |
mesiolingual | εγγύς γλωσσικός |
mesioversion | απόκλιση δοντιού προς την μέση ραμμή |
metabolism | μεταβολισμός |
metal cusp | μεταλλικό δισκάκι |
metastasis | μετάσταση |
microbiota | μικροβιακή χλωρίδα |
microcheilia | μικροχειλία |
microdontia | μικροδοντία |
micromotion | μικροκινητικότητα |
micromovements | μικροκινητικότητα |
microretention | μικροσυγκράτηση |
microscope | μικροσκόπιο |
microsurgery | μικροχειρουργική |
microthread | μικροσπείρωμα |
mid mesial | εγγυς μεσος σωληνας |
migration of tooth | μετανάστευση δοντιού σε προχωρημένη περιοδοντίτιδα |
milk teeth | νεογιλοί |
milling machine | φρεζαδόρος |
mineralization line | γραμμή ενασβεστίωσης |
mineralization | ενασβεστίωση |
mitosis | μίτωση |
mixed dentition | μεικτός φραγμός |
mobilie retention | ενδοτικότητα |
model | εκμαγείο |
modulus of elasticity | μέτρο ελαστικότητας |
molar | γομφίος (τραπεζίτης) |
morphology | μορφολογία |
mortar | ιγδύον |
motor nerve | κινητικό νεύρο |
mould | μήτρα |
mounted casts | εκμαγεία αναρτημένα στον αρθρωτήρα |
mouth breathing | στοματική αναπνοή |
mouth-breathing | στοματική αναπνοή |
mTA plug | βύσμα MTA |
mucin | βλεννίνη |
mucinous | βλεννώδης |
mucocele | βλεννογονοκήλη |
mucogingival junction | ουλοβλεννογόνιος ένωση |
mucolateral | ουλοχειλικός |
mucositis | βλεννογονίτιδα |
multidentate | ο έχων πολλά δόντια ή πολλές οδοντοειδείς αποφύσεις |
multiple exostosis of the alveolar process | πολλαπλές εξοστώσεις φατνιακού οστού |
multirooted | πολυριζικός |
mummification of dental pulp | μομιμοποίηση του πολφού |
mylohyoideus - Mylohyoid | γναΘοϋοειδής |
nanoid enamel | νανοειδής αδαμαντίνη |
nape | αυχένας |
neck | αυχένας |
needle implants | βελονοκάτοχο |
nicotinic stomatitis | νικοτινική στοματίτιδα |
niTi rotary instruments | μηχανοκίνητες ρίνες Νικελίου Τιτανίου |
non vital | νεκρό | άπολφο |
numbness | αιμωδία |
oblique fibre of the periodontium | λοξή ίνα του περιοδοντίου |
obturation | απόφραξη |
occlusal overload | συγκλεισιακή υπερφόρτιση |
occlusal screw | βίδα σταθεροποίησης |
occlusal section | μυλικό τμήμα |
occlusion | σύγκλειση |
odontoblast | οδοντοβλάστης |
odontocnesis | αίσθημα κνησμού στα ούλα |
odontotrypy | διάνοιξη ενός δοντιού με σκοπό τη έξοδο πύον απο την πολφική κοιλότητα |
one-stage technique | μονοφασική τεχνική |
onlay | επένΘετο |
opalescense | οπαλισμός |
open bite | χασμοδοντία | ανεωγμένη δήξη |
open tray | ανοιχτό δισκάριο |
operating field | πέδιο εργασίας |
operative | εγχειρητικός |
oral epithelium | στοματικό επιθήλιο |
oral wash | στοματόπλυμα |
orbicularis oris | σφιγκτήρας του στόματος |
orbital plane | αξονοκογχικό επίπεδο |
orbital process of the palatine bone | κογχική απόφυση του υπερώιου οστού |
orifice | στόμιο | στόμιο ριζικού σωλήνα |
orthodontic transposition | ορθοδοντική μετακίνηση |
orthograde sinus lift | εσωτερική ανύψωση ιγμορείου |
orthopantomograph (OPG) | ορθοπαντομογράφημα | πανοραμική |
orthorombic brookite | ορθορομβικός βρουχίτης (1 από τις 3 κρυσταλλικές μορφές του TiO) |
osseo-conduction | οστεοκαθοδήγηση |
osseo-induction | οστεοεπαγωγή |
osseo-integration | οστεοενσωμάτωση |
ossification | οστεοποίηση |
osteitis | φλεγμονή του οστού |
osteogenic jumping distance | οστεογενητική απόσταση γεφύροισης |
osteoplasty | οστεοπλαστική |
overbite | υπερσύγκλειση | κάθετη πρόταξη |
overdenture | επένθετη οδοντοστοιχία |
overhang | επικρεμαμένο τμήμα |
overjet | οριζόντια πρόταξη των δοντιών |
overjet | υπερεπιβίβαση οδόντων |
packing | πωματισμός |
palatal abscess | υπερώιο απόστημα |
palatal P | υπερώιος |
palatal papillomatosis | υπερώια θηλωμάτωση |
palatal | υπερώιος |
panavia | πανάβια |
papilla | μεσοδόντια θηλή |
papillary gingiva | μεσοδόντια θηλή |
pars alveolaris | φατνιακή απόφυση |
passive fit | παθητική εφαρμογή |
paste fillings | φυράματα |
pattern resin | ρητίνη διαμόρφωσης (ακρυλική ρητίνη) |
peak stresses | ακραίες πιέσεις |
pedicle grafts | μισχωτά μοσχεύματα |
pellicle | υμένιο |
pemphigoid | πεμφιγοειδές |
pemphigus vulgaris | κοινή πέμφιγα |
pericoronal abcess | απόστημα που δημιουργείται γύρω απο την μύλη ενός δοντιού που δεν έχει ανατείλει |
pericoronitis | περιστεφανίτιδα |
peri-implant sulcus | περιεμφυτευματική σχισμή |
periimplantitis | περιεμφυτευματίτιδα |
periodontal ligament (membrane) | περιρρίζιο |
periodontal ligament | περιοδοντικός σύνδεσμος |
periodontium | περιοδόντιο |
petrix | αρσενικό |
pewter | κράμα Κασσίτερου |
phatne | φατνίο |
pick-up | αξονας αποτύπωσης |
pili | τριχίδια |
pilot drilling | αρχικός τρυπανισμός |
pin | καρφίδα |
pink porcelan | ουλική πορσελάνη |
plasma spray | πορώδες τιτάνιο |
plasminogen activator | ενεργοποιητής πλασμινογόνου |
plaster | γύψος |
plastic | ακρυλικά |
plateau | επιπύδωση |
plateau | μασητική επιφάνεια |
platform switching | αλλαγή διαμέτρου έδρασης |
plugger | εργαλείο συμπύκνωσης |
pMMA | πολυμεθακρυλικό |
pocket probing | βυθομέτρηση Θηλάκων |
poikilodentosis | στικτή αδαμαντίνη |
point angle | τριεδρος γωνία |
polymorphonuclear cells (PMNs) | πολυμορφοπήρυνα |
pOM | πολυοξυμεθυλαίνο |
pontic | τεχνητό δόντι | γεφύρωμα |
popping | αναπήδηση |
post | αξονας |
posterior (teeth) | οπίσθια δόντια |
posterior open bite | οπισθία χασμοδοντία |
postextraction site | μετεξακτικό φατνίο |
potassium iodide | ιωδιούχο κάλιο |
pouring the model | κατασκευή εκμαγείου |
power stroke | σύγκλειση |
preflaring | κωνικότητα |
pregnancy tumor | επουλίδα της εγκυμοσύνης |
premolars | προγόμφιοι |
prepable | προπαρασκευαζόμενος |
pre-sintered | προοπτημένος |
press-fit | εμφαρμοζόμενο με πίεση |
primary teeth | νεογιλοί |
primer | ενεργοποιητής |
probe | περιοδοντική μήλη |
process | απόφυση |
prognathic | προγναθικός |
prosthetic parts | προσθετικά εξαρτήματα |
prosthodonlics | προσθετική |
protocols for irrigation | πρωτόκολλα διακλυσμών |
protrusive occlusion | σύγκλειση η οποία προκύπτει απο μια προεκβάλουσα γνάθο |
ptyalolith | σιαλόλιθος |
pulp canal | πολφικός σωλήνας |
pulp capping | πολφική επικάλυψη |
pulp cavity | πολφική κοιλότητα |
pulp chamber | πολφικός θάλαμος |
pulp- champer | πολφική κοιλότητα |
pulp horn | πολφικό κέρας |
pulp stone | πολφόλιθος |
pulpectomy | πολφεκτομή |
pulpstone | πολφόλιθος |
purulent | πυώδες |
pustule | φλύκταινα |
putty | παχύρευστο |
quadrant | τεταρτημόριο |
quadriscuspid | ο έχων τέσσερα φύματα |
quadritubercular | ο έχων τέσσερα φύματα |
quinsy | κυνάγχη | οξεία πυώδης αμυγδαλίτιδα |
quotidian | υποτροπιάζων | αμφημερινός |
rachet-wench | καστανιά |
rachet-wench | περιστροφικό κλειδί |
radicular cyst | ακρορρυζική κύστη |
radiopaque | ακτινοσκιερός |
raspartorium | αποκολλητήρας |
raspartorium | ράσπα |
recession | υφίζηση των ούλων |
recrudescence | υποτροπή |
referred patient | ασθενής που έγινε παραπομπή |
regeneration | αναγέννηση | ανάπλαση |
relining | αναγόμωση οδοντοστοιχιών |
remodeling | αναδόμηση | ανακατασκευή |
removable appliances | κινητά: συσκευές |
removal torque forces | δυνάμεις αποκοχλίωσης |
repair | επανόρθωση |
replica | ανάλογο |
resin | ρητίνη |
resonance frequency | συχνότητα αντήχησης |
resorption | απορρόφηση |
rest | εφαπτήρας |
restoration | αποκατάσταση |
restorative dentistry | αποκαταστατική οδοντιατρική |
reta pegs | επιθηλιακές καταδύσεις |
retension | συγκράτηση |
retraktor m. | επισπαστήρ μ. | διαστολέας σχήματος Μ |
retreatment | επανάληψη θεραπείας |
retrofilling | ανάστροφη εμφραξη |
reversal lines | αντιστρεπτές γραμμές |
reverse transcriptase | αντίστροφη μεταγραφάση |
rift | ρωγμή |
rinsing | διακλυσμός |
risorious | γελαστήριος |
roll flap | κρημνός σε ρολό |
root canal disinfection | απολύμανση ριζικού σωλήνα |
root canal treatment | ενδοδοντική θεραπεία |
root canal | ριζικός σωλήνας |
root configuration | εύρος μεσορριζικής περιοχής |
root planing | ριζική απόξεση |
root shealth | έλυτρο της ρίζας |
root | ρίζα |
root-end resection | ακρορριζεκτομή |
root-end | ακρορρίζιο |
root-form implant | ριζόμορφο εμφύτευμα |
rotary files | μηχανοκίνητες ρίνες |
round drill | στρογγυλή φρέζα |
rubber dam | ελαστικός απομονωτήρας |
sac | θύλακος | ασκός | σάκκος |
saddle | εφίππιον | σέλα |
safeguard | προστασία | φύλαξη |
sagittal sinus superior | άνω οβελιαίος κόλπος |
saliva ejector | σιελαντλία |
saliva | σίελος |
salivary calculus | υπερουλική τρυγία |
salivary gland | σιαλογόνος αδένας |
salivary stone of the submandibular duct | σιαλόλιθος του πόρου του υπογνάθιου αδένα |
scaler | ξέστρο |
scaling | αποτρύγωση |
scalloped margin | ανατομική διάσταση των ουλικών ορίων |
scar tissue | ουλώδης ιστός |
scleroderma | σκληροδερμία |
scouting of the root canal | ανίχνευση του ριζικού σωλήνα | αναγνώριση του ριζικού σωλήνα |
screw remover | εξολκέας |
screw seat | υποδοχή της βίδας |
screw | βίδα συγκράτησης |
screwed post | κοχλιούμενος άξονας |
screw-retained restoration | κοχλιωτή αποκατάσταση |
sealer | υλικό έμφραξης |
sealing screw | βίδα κάλυψης |
second molar | δεύτερος γομφίος |
second premolar | δεύτερος προγόμφιος |
secontary dentine | δευτερογενής οδοντίνη |
self-tapping | αυτοκοχλιούμενο |
semi-burn-out | ημιαποκη ρούμενος |
seperation | η διαδικασια για την δημιουργία χώρου για διευκόλυνση παραγωγής ή τοποθέτησης δακτυλίων κατα την ορθοδοντική |
septum de Underwoo | διάφραγμα του Underwoo |
seruminal calculus | υποουλική τρυγία |
setting | αντίδραση πολυμερισμού |
setup | διαγνωστική σύνταξη των οδόντων |
shade tab | χρωματολόγιο |
shaping canals | διαμόρφωση ριζικών σωλήνων |
sharpey's fibers | ίνες του Σάρπεϊ |
shell | κάλυκας |
shoulder | βάθρο | αυχένας |
sialoprotein | σιαλοπρωτεϊνη |
silane | σιλάνιο |
silanize | σiλανοποιώ |
single crystal sapphire | μονοκρυσταλλικός σάπφειρος |
sintered | οπτημένο |
sinus lifting | ανύψωση (του εδάφους του) ιγμορειου |
sinus tract formation | δημιουργία συριγγίου |
skeletal changes | αλλαγή σκελετικού προφίλ |
sleeve | σωληνίσκος |
slressbrcaker | τασιοθραύστης |
socket | φατνίο |
sodium hypochlorite | υποχλωριώδες νάτριο |
soft palate | μαλθακή υπερώα |
soft relining | μαλακή αναγόμωση | μαλακό επίστρωμα |
soldering | μεταλλοσυγκόλληση |
solid | συμπαγής |
solum | έδαφος |
spacer | βερνίκι διατήρησης χώρου για την κονία |
span bridge | σταθερή γέφυρα |
spiral CT | ελικοειδής αξονική τομογραφία |
splinted | ναρθηκοποιημένος |
split dowel crown | κινητή στεφάνη |
split thickness | μερικού πάχους |
split-mouth design | ενδοστοματικηδιαχωριστική τεχνική |
spongiosa | σπογγώδες οστούν |
spring | ελατήριο |
squirting | έμφραξη με έγχυση θερμοπλαστικής γουταπέρκας με πιστόλι |
staple-bone implants | διαγναθιαία εμφυτεύματα |
stent | θερμοπλαστικό |
step abutment | βαθμιδωτό κολόβωμα |
stomatopanus | φλεγμονή των λεμφικών αδένων της περιοχής του στόματος |
straight emergence profile | προφίλ ευθείας ανάδυσης |
straightening | ευθειασμός |
stridor dentium | τριγμός δοντιών |
study impression | αποτύπωμα μελέτης |
study model | εκμαγείο μελέτης |
subgingival calculus | υποουλική τρυγία |
teflon | τεφλόν |
temporary filling | προσωρινή έμφραξη |
third molar | tρίτος γομφίος |
trismus | τρισμός |
uletic | ουλικός |
ulocarcinoma | καρκίνωμα των ούλων |
ulotomy | ουλεκτομή |
uraniscus | υπερώα |
vacuum | κενός |
vein | φλέβα |
vertical condensation hot technique | θερμή καθετη συμπύκνωση |
vertical condensation | κάθετη συμπύκνωση |
vinculum linguae | ο χαλινός της γλώσσας |
vital | ζωντανό (δόντι | πολφός) |
vitality | ζωτικότητα |
vitreous | υαλοειδή |
wandering abscess | μεταναστευτικό απόστημα |
warm vertical compaction | θερμαινόμενη κάθετη συμπύκνωση |
weston crown | στεφάνη πορσελάνης με άξονα |
wisdom tooth | φρονιμήτης (τρίτος γομφίος) |
wound | τραύμα |
x.Ray | ακτίνα Χ |
xeno | ξένο (πρόθεμα) |
xenograft | ξενομόσχευμα |
xero | ξηρό (Πρόθεμα) |
xerocheilia | ξηροχειλία |
xerostomia | ξηροστομία |
xylitol | ξυλιτόλη |