παραπλανάμαι; →
παραπλανιέμαι,
παραπλανώμαιΠαθητική
παραπλανιέμαι
παραπλανώμαι (κ. λόγ.)
παραπλανιέσαι
παραπλανάσαι (κ. λόγ.)
παραπλανιέται
παραπλανάται (κ. λόγ.)
παραπλανιόμαστε παραπλανώμεθα (λόγ.)
παραπλανιέστε
παραπλανιόσαστε (προφ.) παραπλανάσθε (λόγ.)
παραπλανιούνται
παραπλανώνται (κ. λόγ.)
παραπλανιόνται (προφ.)
Ενεργητική
παραπλανώ
παραπλανάς
παραπλανά
παραπλανούμε παραπλανώμεν (λόγ.)
παραπλανάτε
παραπλανούν παραπλανώσι / παραπλανώσιν (λόγ.)