Νομίζω ότι κάπου είχα συναντήσει τον όρο "βλαστόριζα" (τα).
Υπέργειες φαίνεται καλό, αλλά κάπως οξύμωρο. Όσο είναι υπέργειο είναι βλαστός. Ρίζα γίνεται όταν είναι χωμένο στο χώμα ή το νερό. Μή έχοντας κάποια πρόταση, προχώρησα στον όρο precipitation, όπου γίνεται η στενή ερμηνεία ως βροχόπτωση, ενώ στην μετεωρολογία το ορθό είναι "κατακρημνίσεις", αφού περιλαμβάνει και το χιόνι και το χαλάζι. Μετά το συνδύασα με τις ρίζες και σκέφτηκα έναν ωραίο όρο: "κρημνιζόμενες ρίζες". Για την ακρίβεια, περί αυτού πρόκειται. Δηλ. στα τροπικά δένδρα κρέμονται βαστοί προς τα κάτω που όταν βρεθούν στο χώμα (ή στο νερό στα μαγκρόβια) γίνονται ρίζες. Έτσι γίνεται η επέκταση και πολλαπλασιασμός (propagation) του φυτού, εξ ού υποθέτω το prop.
Αλλά ο νέος όρος δύσκολα θα στεκόταν μέσα σε ένα κλίμα έκπτωσης και συρρίκνωσης της ελληνικής γλώσσας. Θα μπορούσε ίσως να προσαρμοστεί σε "κατερχόμενες ρίζες".