Γ. Ξ. Στογιαννίδης: Βρέχει, βρέχει πολύ
[Ενότητα Μεταμορφώσεις]
Μπορείς να πεθάνεις
σαν ένα άχρηστο πράγμα
σ’ ένα συρτάρι κλεισμένο,
χαμένο,
καθώς δεν το συγκρατούν
δεν το συγχωρούν οι καιροί.
... Ωραία θάλασσα
που σε θυμάμαι!
Τραγουδούσες και τότε
επαναλαμβάνοντας
τίποτε δεν πεθαίνει τίποτε δεν πεθαίνει,
τα φύλλα ξαναγυρίζουν στα δέντρα
οι βροχές ξαναπέφτουν στις λίμνες.
Δεν μας έλειπε τίποτε,
ανοίγαμε φρέατα, χτίζαμε στέρνες,
κάθε μέρα κι ένας αγγελιαφόρος
κατέφθανε χαρούμενος,
κάθε μέρα φυτεύαμε
κι έναν σταυρό περισσότερο.
Στα σκοτεινά κοιτάζεις καλύτερα
ψηλαφείς με τα δάχτυλα
ανιχνεύεις ανύποπτος,
βάζεις το αυτί σου, ακουμπάς,
ακούς,
«είμαι εδώ, είμαι εδώ» σα να λες,
ξεγυμνώνεις τη γύμνια σου.
(Τα ενδύματά σου διαμοίρασε η αγάπη
τα πετεινά λεηλατήσαν τον κήπο σου.)
Ο αέρας φυσούσε από την άλλη μεριά.
Το πρωί αναγνωρίζαμε τα σημάδια,
κάναμε την προσευχή μας
πηγαίναμε στις δουλειές μας.
Ωστόσο τα ρούχα μας πάλιωσαν
τα φορέσαμε, τα ξαναφορέσαμε χίλιες φορές
δεν τα χωριστήκαμε.
Σιγά σιγά βαθαίνει κι η νύχτα
πέφτουμε περιδεείς
δεν ξέρουμε τίποτε
δεν ξέρουμε αν θα φωνάξουν ξανά τ’ όνομά μας.
Θα ’ταν μάταιο τώρα
να ψάξεις για κλωνάρια και δάκρυα.
Βρέχει, βρέχει πολύ, δε θυμάσαι.
Σα να μην ήρθες εδώ, να μη γνώρισες τίποτε.
Από τη συλλογή Εαρινά εγκώμια (1956)