impaired → με προβλήματα, που αντιμετωπίζει πρόβλημα, με βλάβη, που έχει υποστεί βλάβη, με μειωμένη ικανότητα, μειωμένη ικανότητα, εξασθενημένος, εξασθενημένη, εξασθενημένο, φθίνων, φθίνουσα, φθίνον, ασθενής, ασθενές, επηρεασμένος, επηρεασμένη, επηρεασμένο, μειωμένος, μειωμένη, μειωμένο, επιβαρυμένος, επιβαρυμένη, επιβαρυμένο, προβληματικός, κατεστραμμένος, που έχει καθυστερήσει, που έχει παρακωλυθεί

 

Search Tools