Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Λωτοί
Τάχα πώς να ’ναι ο άνθρωπος χωρίς μνήμη
Σαν ένα αδειανό μουσικό όργανο
Σαν άναρθρη κραυγή μέσα στο δάσος
Κι εσύ ψυχή της πιο βαθιάς αγάπης
Την κάθε νύχτα αυτοκτονείς.
Έπειτα έρχεται η μέρα
Με καμπάνες και γελωτοποιούς
Με αυλοκόλακες κι αγιογραφίες
Στα χρωματιστά της παράθυρα.
Τότε θυμάσαι
Τινάζεις απ’ τα μάτια σου τον αρρωστημένο ύπνο
Ξεκλειδώνεις την αραχνιασμένη πόρτα
Και φωνάζεις μ’ όση φωνή σού απόμεινε:
Αδέλφια μου, ελάτε να δείξουμε στον άνθρωπο
Το δικό του σπίτι
Στο πουλί το δικό του δέντρο.
Χάνουν το σπίτι τους οι άνθρωποι
Ξαπλώνουν κάτω από μαύρα δέντρα
Με τη μαύρη νύχτα
Με τα φαντάσματα.
Α, πώς είναι τα μάτια τους
Από ώρα σε ώρα τρελαίνονται
Από νύχτα σε νύχτα ταριχεύουν τη μνήμη
Σαν να ’γιναν μεμιάς
Βαλσαμωμένα ξωτικά του δάσους.
Έτσι να σηκωθούν τώρα να περπατήσουν
Θα παραφρονήσουν τα όνειρα των παιδιών
Πολύχρωμες φτερούγες κι ανοιγμένα ράμφη
Θα τρέξουν στις θάλασσες
Να σωθούν απ’ τον ανήκουστο φόβο
Να σκοτωθούν ομαδικά
Στην κάθε κίνηση των καραβιών.
Ω Κίρκη της ψυχής μας που μας μεταμορφώνεις
Παραμορφώνεις τη μνήμη του αθώου λωτού.
Ένας τραγικός Πολύφημος κράζει εδώ μέσα:
«Πες μου ποιο είναι τ’ όνομά σου;»
Θαλασσινοί φράχτες μάς κλείνουν τον δρόμο
Στεριά δεν έχει να σταθούμε
Φωτιές, αγκάθια και γυμνά κορμιά.
Εδώ λοιπόν θα γίνουμε σάρκινες μνήμες
Σάρκινοι κίονες και τείχη
Με τις πολύχρωμες σημαίες των ματιών μας.
Ας έρθουν να μας σκεπάσουν
Οι θάλασσες, τα φύκια
Ο κόσμος του βυθού να μας καταποντίσει
Τίποτε, τίποτε δεν χάνεται
Κάποτε θα μας ανακαλύψουν
Οι επερχόμενοι
Σε καιρούς αιματηρής ανασκαφής.
Από τη συλλογή Διασταυρώσεις (1965)