οι ηγέτες των αποσχισθείσων περιοχών
Μόλις το άκουσα στις ειδήσεις...
η αποσχισθείσα
της αποσχισθείσας
της αποσχισθείσης (κ. λόγ.)
την αποσχισθείσα την αποσχισθείσαν (λόγ.)
αποσχισθείσα
οι αποσχισθείσες αι αποσχισθείσαι (λόγ.)
των αποσχισθεισών
τις αποσχισθείσες τας αποσχισθείσας (λόγ.)
αποσχισθείσες αποσχισθείσαι (λόγ.)