heeled → ματσωμένος, ματσό, φραγκάτος, εύπορος, ευκατάστατος, πλούσιος, κονομημένος, τα έχει, παραλής, οπλισμένος, τακουνάτος, λεφτάς, κονομημένος, καβαντζωμένος, μεθυσμένος, τα έχει τσούξει, τα 'χει τσούξει, τα έχω τσούξει, τα 'χω τσούξει
spiros ·
1 · 230