fussy eater → δύσκολος στο φαγητό | δύσκολη στο φαγητό | κακόφαγος | κακόφαγα | το ένα του μυρίζει, το άλλο του βρομάει | το ένα του μυρίζει, το άλλο του βρωμάει | το ένα της μυρίζει, το άλλο της βρομάει | το ένα της μυρίζει, το άλλο της βρωμάει
spiros ·
1 · 197