ever-changing → συνεχώς µεταβαλλόµενος, διαρκώς µεταβαλλόµενος, ολοένα μεταβαλλόμενος, ευμετάβλητος, αειμετάβολος, ευμετάβολος, που αλλάζει συνέχεια, που αλλάζει συνεχώς, συνεχούς αλλαγής, αενάως μεταλλασσόμενος, αέναα µεταβαλλόµενος, αέναα εναλλασσόμενος, αενάως μετεξελισσόμενος, διαρκώς εναλλασσόμενος, που εξελίσσεται διαρκώς, αείτρεπτος, αειμετάβλητος

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854562
    • Gender:Male
  • point d’amour

 

Search Tools