στείβω, στύβω ή στίβω | στύψιμο, στείψιμο ή στίψιμο

spiros · 1 · 6148

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854557
    • Gender:Male
  • point d’amour
στείβω, στύβω ή στίβω | στύψιμο, στείψιμο ή στίψιμο

Κατ' αρχάς οι σημασίες του ρήματος είναι οι εξής:

πιέζω κάτι με δύναμη ή το συστρέφω με σκοπό να βγει το υγρό ή ο χυμός που περιέχει
Στείψε ένα πορτοκάλι και πιες το χυμό του.
Στείβε τα ρούχα πριν τα απλώσεις.

(μεταφορικά) πιέζω κάποιον υπερβολικά ή τον απομυζώ οικονομικά
 συνώνυμα: απομυζώ, ξεζουμίζω

(αμετάβατο) στεγνώνω, στερεύω

Ας δούμε τώρα πώς ετυμολογείται:

Η λέξη "στείβω" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "στείβω" που σημαίνει «πατώ, συμπιέζω». Από το "στείβω" παράγονται λέξεις όπως "στειμμένη", "στείψιμο", "λεμονοστείφτης", κτλ.

στείβω < αρχαία ελληνική στείβω

Η λέξη "στίβω" προέρχεται από το ίδιο αρχαίο ελληνικό "στείβω", αλλά η  γραφή με -ι- προκύπτει από τη μηδενισμένη βαθμίδα του αρχαιοελληνικού ρήματος. Από το "στίβω" παράγονται λέξεις όπως  "στίβος", "στιβαρός" κτλ.

στίβω < αρχαία ελληνική στείβω · η γραφή με -ι- προέκυψε από τη μηδενισμένη βαθμίδα του αρχαιοελληνικού ρήματος

Η λέξη "στύβω" προέρχεται κι αυτή από το αρχαίο ελληνικό "στείβω", αλλά η γραφή με -υ- προκύπτει ύστερα από παρετυμολογία από το αρχαίο ελληνικό στύφω (σουφρώνω τα χείλια, επειδή δοκίμασα κάτι στυφό).

στύβω < αρχαία ελληνική στείβω (η γραφή με -υ- προέκυψε από παρετυμολογία: < αρχαία ελληνική στύφω)

Συνεπώς η πιο ορθή γραφή είναι "στείβω" με -ει- μιας και η λέξη υπάρχει στα αρχαία ελληνικά έτσι ακριβώς, τόσο όσον αφορά την ορθογραφία της, αλλά και τη σημασία της.
Στείβω, στίβω ή στύβω;         -          ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ

στείβω: ρ. μετβ. (σχολ. ορθ. στύβω, γράφεται κ. στίβω) {έστειψα, στείφτηκα, -μμένος} 1. πιέζω (κάτι), ασκώ επάνω του μεγάλη δύναμη, για να βγει το υγρό (νερό, χυμός κ.λ.π.) που περιέχει: ~ πορτοκάλια, για να κάνω πορτοκαλάδα ǁ το πλυντήριο έχει ειδικό πρόγραμμα, για να στείβει τα ρούχα ΣΥΝ. (για νερό) στραγγίζω, (για χυμό) ξεζουμίζω· ΦΡ. (μτφ.) (α) στείβω το κεφάλι μου / το μυαλό μου βασανίζω τον νου μου, σκέφτομαι όσο πιο εντατικά μπορώ: ~, να βρω κάποια λύση! ǁ όσο κι αν ~, δεν μπορώ να το θυμηθώ (β) στείβω την πέτρα (εκφραστ.) έχω πολύ μεγάλη δύναμη, κυρ. στα χέρια: άλλα παιδιά στείβουν την πέτρα στην ηλικία σου κι εσύ δεν θες να μεταφέρεις μια βαλίτσα; 2. (μτφ.) εκμεταλλεύομαι (κάποιον) παίρνοντάς του ό,τι έχει ΣΥΝ. Ξεζουμίζω, απομυζώ· ΦΡ. σαν στειμμένη λεμονόκουπα (μτφ.) για πρόσωπο που το έχουν εκμεταλλευθεί παίρνοντας ό,τι καλύτερο μπορούσε να δώσει: εκμεταλλεύθηκαν το ταλέντο του και, όταν δεν τον χρειάζονταν, τον πέταξαν ~, ̶ στείψιμο (το).

[ΕΤΥΜ. αρχ., αρχική σημ. «ποδοπατώ, συμπιέζω», < Ι.Ε. *steib(h)- «συσσωρεύω, στερεώνω, συμπιέζω», πβ. αρμ. stipem «πιέζω», λατ. stipare «στοιβάζω, συσσωρεύω», stipes «πάσσαλος, παλούκι», λιθ. stiebas «σωρός, στήλη», μέσ. άνω γερμ. stif (> γερμ. steif «αλύγιστος, δύσκαμπτος») κ.ά. Ομόρρ. στίβ-ος, στιβ-αρός, στοιβ-άς (-άδα), στοιβάζω κ.ά. Συχνά χρησιμοποιούνται στη Ν. Ελληνική και οι εσφαλμ. γρ. στίβω (με την επίδρ. τής μηδενισμ. βαθμ., πβ. στίβ-ος) και στύβω (με την επίδρ. τού αρχ. Στύφω, πβ. κ. στυφός, στύψις)].

στείβω: ομόρριζα. Όπως τα στείχω – στοίχος, αντιστοιχώ – στίχος κ.τ.ό. εμφανίζουν μεταπτωτική εναλλαγή ει : οι : ι (βλ. μεταπτώσεις), η οποία γεννά προβλήματα ορθογραφίας, έτσι και τα στείβω – στοιβάζω – στίβος κ.λπ. εμφανίζουν μεταπτωτική ποικιλία με δυσχέρειες στην ορθογραφία τους. Συγκεκριμένα, από τη ρ. στειβ- τού αρχαίου ήδη ρ. στείβω, το οποίο από αρχική σημασία «πιέζω κάτι πατώντας το, ποδοπατώ» έφθασε στη σημερινή σημασία «συμπιέζω κάτι (φρούτα κ.λπ.), για να βγάλει υγρό, χυμό», έχουμε δύο μεταπτωτικές ποικιλίες: (α) στοιβ-· αρχ. στοιβή «σωρός», από όπου το ρ. στοιβάζω και (το μεταρρηματικό ουσιαστικό) στοίβα (β) στιβ-· στίβος, στιβάδα (χιονο-στιβάδα), στιβ-αρός και στίφ-ος (το)· σε όλα τα ομόρριζα τού ασθενούς θ. στιβ- υπάρχει η ευρύτερη σημ. «στέρεος, ισχυρός, δυνατός».
Ας σημειωθεί ότι η παλαιότερη ορθογραφία τού στείβω ως στύβω (από αρχ. στύφω που σήμαινε «μαζεύω, περιστέλλω» και «έχω στυφή γεύση», ομόρρ. τού στυφός) δεν θεωρείται σωστή. Έτσι θα γράψουμε στείψω / έστειψα και στείψιμο – όχι στύψω / έστυψα και στύψιμο!
— Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη

στύβω [stívo] -ομαι Ρ4 : 1.πιέζω, συνθλίβω κτ. για να βγει ο χυμός του ή το υγρό που περιέχει: ~ τα πορτοκάλια / τα λεμόνια. ~ το σφουγγάρι / τη σφουγγαρίστρα. Tα σύγχρονα πλυντήρια στύβουν και στεγνώνουν τα ρούχα. H φανέλα του ήταν να τη στύψεις, μουσκεμένη από τον πολύ ιδρώ τα. Στυμμένη λεμονόκουπα. (έκφρ.) πετάω κπ. σαν στυμμένη λεμονόκου πα*. ΦΡ ~ το μυαλό* μου. ~ την πέτρα, είμαι πολύ δυνατός (και υγιής). 2. (μτφ.) αντλώ από κπ. το μέγιστο της απόδοσης, της ικμάδας του: Στύβοντας τον καθένα έβγαζε απ΄ αυτόν ό,τι καλύτερο είχε να δώσει. Tον έστυψαν οι τοκογλύφοι, τον απομύζησαν οικονομικά.
[αρχ. στείβω `πατώ΄ (η γρ. με βάση παρετυμ. προς το αρχ. στύφω `σουφρώνω τα χείλια από στυφή γεύση΄)]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
στείβω - Ancient Greek (LSJ)

στύβω στύ-βω ρ. (μτβ.) {έστυ-ψα, στύ-ψω, -φτηκε, -φτεί, -μμένος, στύβ-οντας} & στίβω & (σπάν.) στείβω 1. ασκώ μεγάλη πίεση σε κάτι, ώστε να βγει το υγρό που περιέχει: ~ το πανί/τα ρούχα/τη σφουγγαρίστρα. ~ψε το νερό απ' τα μαλλιά της. ~μμένος χυμός πορτοκαλιού. Σφουγγάρι βρεγμένο και καλά ~μμένο. Πβ. στραγγίζω.|| Μπορούσε να σε πιάσει και να σε ~ψει σαν λεμόνι (: για να δηλωθεί μεγάλη σωματική δύναμη). ΣΥΝ. εκθλίβω 2. (μτφ.) παίρνω από κάποιον ό,τι έχει να δώσει, τον εκμεταλλεύομαι μέχρις εξαντλήσεως (σωματικής, πνευματικής, οικονομικής): Το σύστημα ~ει τα μεσαία στρώματα. Τον απέλυσαν, αφού πρώτα τον ~ψαν. ΣΥΝ. απομυζώ (1), ξεζουμίζω (1) ● ΦΡ.: στύβει την πέτρα (μτφ.-προφ.): για κάποιον που είναι πολύ δυνατός, κυρ. στα χέρια, και ακμαίος., πετώ κάποιον σαν στυμμένη λεμονόκουπα βλ. λεμονόκουπα, σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου βλ. μυαλό [< αρχ. στείβω ‘ποδοπατώ’, το υ παρετυμολογικά προς το στύφω]
Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας
« Last Edit: 27 Apr, 2023, 09:50:37 by spiros »


 

Search Tools