Ιωάννης Τσιουράκης, Είπα ψέματα για τον χρόνο
Σιωπηλές κι έρημες καθώς φθάνουν καραβάνια οι σκέψεις παίρνουν και γδύνουν τις λέξεις, αδυνατούν να μιλήσουν.
Πέφτουν στα γόνατα να περάσουν μια σήραγγα σκοτεινή. Χάνουν τον δρόμο τους κι, ενώ έξω ξημερώνει, εδώ μένει σκοτάδι παχύ να διαπερνά την αρμονία των προηγούμενων στιγμών.
Πώς είπες το όνομά σου δεν θυμούμαι πια.
Δεν θυμούμαι μήτε το πέρασμά σου από τον απέναντι δρόμο.
Μια πόρτα μονάχα ξύλινη, ανοιχτή, γεννά την υπόσχεση πως κάποιος μπορεί να έρθει ή την ελπίδα πως κάποιος θα έρθει ή πάλι την αίσθηση πως κάποιος έχει φύγει.
Κι έχεις καθαρή τη συνείδηση πως το σπίτι έμεινε όπως τη μέρα που έφυγες δίχως να υπολογίζεις το πέρασμα του αέρα από τις χαραμάδες της πόρτας, δίχως τη σαπίλα του χρόνου στα υφάσματα των επίπλων...
Πέρασε ο χρόνος κι εσύ κράτησες μονάχα ένα όνειρο σ’ ένα βάζο με νερό, θαρρείς τριαντάφυλλα μόνο που και αυτά πόσο ν’ αντέξουν.
Μένεις μονάχος αν το γύρισμα της μέρας σ’ έχει αντικρίσει κι έχεις το χρώμα της μοναξιάς στα μάτια.
Τα μάτια σου κλαίνε νύχτα μετά κι ερημιά.
Είπα ψέματα για τον χρόνο.
Ήταν εκείνος ο γέρος που ανέβαινες στα πόδια του τα Χριστούγεννα, σου έταζε δώρα δίχως να σου δώσει μήτε μια καραμέλα κι ερχόσουν καλοκαίρι μετά και με ρωτούσες πότε θα ξαναρθεί, δεν έβρισκα απάντηση να δώσω στο ερώτημά σου, σ’ έπαιρνα μαζί μου στην παραλία να ξεχαστείς και ξεχνιόσουν.
Απλώναμε τις ψάθες στον ήλιο κι έφτιαχνες πύργους χωμάτινους που, καθώς στέγνωναν, θρυμματίζονταν απ’ τον άνεμο.
Έπειτα, έτσι που η κούραση σου είχε βαρύνει τα μάτια, σου έλεγα κοιμήσου και σ’ έπαιρνα αγκαλιά.
Κοιμόσουν κι έβλεπα σύγνεφα να ταξιδεύουν στα βλέφαρά σου.
Χειμώνας στην ψυχή σου κι έξω καλοκαίρι 43οC υπό σκιά.
Σου έμαθα τα ταξίδια του νου και ταξίδεψες, με τον ήλιο να βλέπεις τις σκιές με το φεγγάρι τις ψυχές και καθώς απλώνεις τα χέρια ν’ αγγίξεις το καθετί μέσα τους.
Σε φίλεψα τη σιωπή μου.
Έτσι λοιπόν σου είπα ψέματα και για τις νύχτες.
Δεν ήταν νύχτα όλο εκείνο το σκοτάδι που έκανε το φεγγάρι να μοιάζει τεράστιο και μεγαλόπρεπο ψηλά στον ουρανό.
Νύχτα ήταν οι λέξεις που άφηνα στο προσκέφαλό σου καθώς έφευγα τα πρωινά.
Νύχτα ήταν να μπορείς να αγγίξεις τις ψυχές, να ψηλαφείς τα σώματα, θαρρείς πιάνο παίζοντας, και να βλέπεις τις εικόνες μέσα τους, τις ανάγκες, να μην μπορείς να τις αποβάλεις.
Ακόμα πιο πολύ ήταν ο τρόπος που σου μάθαινα να περπατάς στ’ ακρόβραχο βαστώντας στα χέρια έναν πέτρινο σταυρό.
Τούτος ο σταυρός ήταν οι νύχτες.
Έρημες και σιωπηλές σαν τις λέξεις που δεν έχουνε τίποτε πια να πουν...
Από τη συλλογή Ήχος Πλάγιος. Μόνος... (2008)