Κατερίνα Καριζώνη, Της Βίβλου
2. Κατακλυσμοί
Και τότε μίλησε η γέρικη μουριά
που ήταν, παλιά, γυναίκα
κι ο αέρας σηκώθηκε ζεστός
χτυπούσε παραθυρόφυλλα
ξεκάρφωνε τον ουρανό.
Κάποτε έστειλε ο Θεός πλημμύρες,
είπε η μουριά
κι οι άνθρωποι πνιγήκανε
κι αυτός ο ένας ήτανε
ένα μικρό αηδόνι.
Θυμήθηκα, μικρή, που με πήγαιναν
στη θάλασσα
είχα δει για πρώτη φορά πνιγμένο,
για μια στιγμή έλαμψε το στήθος του
ένα βέλος χρυσό
και μετά όλα σταματήσαν.
Από τη συλλογή Πανσέληνος στην οδό Φράγκων (1990)