κοροναϊός,
κορονοϊός,
κορωναϊός ή
κορωνοϊός;
Βλέπε και:
κορόνα ή κορώνα; Σχόλιο Μπαμπινιώτη:
κορωνα-ϊός κορωνο-ϊός κορων-ιός;
Ο κινεζικός ιός —μακριά από μάς— είναι σωστό να ονομάζεται κορων-ιός, επειδή το β΄ συνθετικό αρχίζει από φωνήεν (πβ. μεγαλ-έμπορος, αχυρ-άνθρωπος, πέντ-αθλο).
Επειδή όμως, αν γραφεί έτσι, μπορεί να προφέρεται με συνίζηση (συμπροφορά) τής ληκτικής συλλαβής κο-ρω-νιός (πβ. πα-λιός, Ρω-μιός) σαν να κατάγεται από την Κορώνη!..., για λόγους «προφύλαξης» είναι προτιμότερο να σχηματισθεί με το συνδετικό φωνήεν -ο- που έχουν τα περισσότερα σύνθετα, όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο:
κορων-ο-ϊός, όπως παιδ-ό-τοπος, ειρην-ο-ποιός, καρδι-ο-γράφημα
κορόνα ή κορώνα;
κορώνα ΕΤΥΜ. αντιδάνειο, μεσν. < ιταλ. < λατ. corona «στεφάνη» < αρχ. κορώνη «κουρούνα – κυρτό ή καμπύλο αντικείμενο» [ήδη ομηρικό].
Άρα είναι προτιμότερη η γραφή κορώνα (με -ω-), η οποία υπενθυμίζει την ετυμολογική της αρχή, αντί τής συνήθους γραφής κορόνα. [ΕΤΥΜ < μσν. κορόνα < λατ. corona ‘στεφάνι, στέμμα’ < αρχ. κορώνη ‘κουρούνα, που μοιάζει με κουρούνα, στολίδι ψηλά’· οι σημ. 4 και 5 είναι σημασ. αντιδ. από το ιταλ. corona < λατ. corona < αρχ. κορώνη· η σημ. 8 είναι αντιδ. από το αγγλ. corona (ιατρ. ορολογία) < αρχ. κορώνη].
— Λεξικό Πατάκη
κορονοϊός [koronoiós] και κοροναϊός [koronaiós], ο (ουσ. ΟαIV1.1).
Γένος παθογόνων ιών σφαιρικού σχήματος που περιέχουν RNA, οι οποίοι πήραν το όνομά τους από το γεγονός ότι στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο φαίνονται σαν να έχουν ένα είδος στεφάνης· απομονώθηκαν για πρώτη φορά το 1960 στη ρινική κοιλότητα ασθενών με κοινό κρυολόγημα· ευθύνονται τόσο για τις κοινές εποχιακές λοιμώξεις του αναπνευστικού, όσο και για σοβαρότερες –έως θανατηφόρες– λοιμώξεις, όπως το Οξύ Σοβαρό Αναπνευστικό Σύνδρομο (SARS) ή το Αναπνευστικό Σύνδρομο της Μέσης Ανατολής (MERS)· μεταδίδονται με τις αναπνευστικές εκκρίσεις, με σταγονίδια που εκπέμπονται από το στόμα, καθώς και μέσω των εντέρων ή από μολυσμένα άψυχα αντικείμενα
Είδος Coronavirus, οικογένεια Coronaviridae
[ΕΤΥΜ μεταφρ. δάν.:^ κορονοϊός < κορόν(α) + -ο- + ιός < αγγλ. coronavirus].
— Λεξικό Πατάκη