Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου: 29 Δεκεμβρίου
Κόρη:
Σε απάνεμο ύπνο αθάνατο
μια θύελλα φιλεύσπλαχνη
την κόλασή σου εκμηδενίζει.
Μια άφεση, μια απάντηση
ο ογκόλιθος της συντριβής
κι η κλίμακα των μορφασμών
σε παγωμένη αδράνεια βυθισμένη.
Πατέρας:
Α, με καλούν στα σκοτεινά
την ανθυγιεινή ζωή να εγκαινιάσω.
Τους το είχα βέβαια δηλώσει από νωρίς
πως ασφαλώς και προτιμώ φθινόπωρο
για την ακρίβεια τις αρχές του φθινοπώρου
φωτίζονται αλλιώς θαρρείς
τα μεταχειρισμένα πράγματα
Στρόμπολι, Ταορμίνα...
Γυναίκα:
Μήπως κάποια καλύτερη τιμή
γι’ αυτό το ξύλινο τιμόνι καραβιού;
Το ψάχνει χρόνια ο άνδρας μου...
Πατέρας:
Ένα πανέρι με λουλούδια
ίσως να το απέρριπτα
όμως
τόσα πορτρέτα ολόγυρα
πώς θα τα συνηθίσω;
Ανώφελα ναυάγια που επιπλέουν
εκτεθειμένες μοναξιές
στο διεστραμμένο βλέμμα τ’ ουρανού
κι αυτά τα σαλιγκάρια
που ανηφορίζουνε στα πόδια μου...
Τελειώνουμε.
Υγρή, ακάθεκτη σιωπή
μ’ εγκαθιστά στους βάλτους της.
Από τη συλλογή Όροφος μείον ένα (2008)