vituperate → προπηλακίζω[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπηλακίζω [propilakízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) περιλούζω κπ. με βρισιές, με κοροϊδίες, τον χλευάζω, τον διασύρω: Προπηλακίστηκε άγρια από το συγκεντρωμένο πλήθος.
[λόγ. < αρχ. προπηλακίζω (κυριολ. σημ.: `ρίχνω λάσπη΄)]
vituperatesynonymes
« Last Edit: 11 Jul, 2011, 14:42:32 by spiros »
Communicate. Explore potentials. Find solutions.