vituperate → προπηλακίζω, εξευτελίζω, καθυβρίζω, σκυλοβρίζω, περνώ γενεές δεκατέσσερις, λοιδορώ, κατακρίνω βίαια, υβρίζω

Frederique

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 80202
    • Gender:Female
  • Creative, Hardworking and Able!
vituperateπροπηλακίζω

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπηλακίζω [propilakízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) περιλούζω κπ. με βρισιές, με κοροϊδίες, τον χλευάζω, τον διασύρω: Προπηλακίστηκε άγρια από το συγκεντρωμένο πλήθος.

[λόγ. < αρχ. προπηλακίζω (κυριολ. σημ.: `ρίχνω λάσπη΄)]

vituperate
synonymes
« Last Edit: 11 Jul, 2011, 14:42:32 by spiros »
Communicate. Explore potentials. Find solutions.


 

Search Tools