Νίκος Γρηγοριάδης, Συμβίωση
Πρώτα πήρε στους ώμους τη μητέρα του,
μα αυτή πέθανε στα μισά του δρόμου.
Σαν πήγε να την απιθώσει, είχε κιόλας
ολότελα αφομοιωθεί με το κορμί του.
Το ’βαλε στα πόδια τρομαγμένος, μα πρόλαβαν
και σκαρφάλωσαν στην πλάτη του ο παππούς,
η γιαγιά κι οι αδερφές του. Κάτω απ’ το βάρος
το βήμα ολοένα επιβραδύνονταν, ώσπου κόσμος
πολύς άρχισε να ανεβαίνει. Όσοι δε χωρούσαν
κρεμάστηκαν στα χέρια, άλλοι γαντζώθηκαν
απ’ τα μαλλιά. Όταν βογκώντας σωριάστηκε,
στήθηκαν ένας ένας κύκλο
ολόγυρά του. Η μάνα του χτυπιότανε θρηνώντας.
Οι άλλοι απομακρύνθηκαν φανερά δυσαρεστημένοι
μουρμουρίζοντας, καθώς εκείνος, μπρούμυτα,
με σταυρωμένα χέρια, ξεψυχούσε.
Από τη συλλογή Δειγματοληψία Α' (1981)