influential → αποφασιστικής επιρροής, έχει επιρροή, που επηρέασε, ασκεί επιρροή, επιδραστικός, με μεγάλη επιρροή, επηρεαστικός, μεγάλης επιρροής, σημαίνων, ισχυρός, ισχυρή, ισχυρό, καθοριστικός, καθοριστική, καθοριστικό, επηρεάζων, επηρεάζουσα, επηρεάζον, σημαίνων, σημαίνον







 

Search Tools