deinitialize → αποπροετοιμάζω
deinitialization → αποπροετοιμασία
Deinitialisierung → αποπροετοιμασία
deinitialisieren → αποπροετοιμάζω
initialisieren → δίνω αρχική τιμή, προετοιμάζω, αποκαθιστώ αρχικές συνθήκες, (εσφ.) αρχικοποιώ
Initialisierung → αποκατάσταση αρχικών συνθηκών, ενεργοποίηση, ορισμός αρχικής κατάστασης, εκκίνηση, προετοιμασία