Ιδιωματικές λέξεις από την Ερυθραία και τη Σμύρνη της Ιωνίας

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854577
    • Gender:Male
  • point d’amour
Ιδιωματικές λέξεις από την Ερυθραία και τη Σμύρνη της Ιωνίας
1. ράστι, το (τουρ. rast): σύμπτωση, συγκυρία.
Δεν ήρχενε ακόμα το ράστι του.
Γιά ‘δε ένα ράστι, και τα πέρσι τέτοια μέρα ήτονε βροχάρης!
Τόσα χρόνια, δεν ήφερε το ράστι να σε δω.
Εγίνη ράστι κι εκαζάντισε τσι πολλοί παράδες του στο τζόγο.
Φεγγάρι μου πανσέληνο, που πας τη ράχη ράχη,
χαιρέτα την αγάπη μου, όπου τα φέρει ράστι.  (Μελί Ερυθραίας)

2. ραστίκι, το (τουρκ. rastık): καλλυντικό για το μαύρο βάψιμο συνήθως φρυδιών και βλεφαρίδων και σπανιότερα μαλλιών, με βάση το θειούχο αντιμόνιο. Ήταν παρόμοιο με το σουρμέ (μάτια σουρμελίδικα: βαμμένα μαύρα).
Είχε ραστικωμένα γλέφαρα.
ραστικωμένη, η: γυναίκα μακιγιαρισμένη, καλλωπισμένη. Λέγεται και για τους άντρες, κατά τις Απόκριες.
Μου ήρτανε ούλος ο σισελές τως κουδουνάτοι, ραστικωμένοι σαν τσι ρουσπούδες κι ανεγνώριστοι!

3. ραχάτι, ραχατλίκι, το (τουρκ. rahat): 1. εφησυχασμός, ανάπαυση, άνεση, ξεκούραση, ησυχία, ξάπλα. Συνώνυμα ιδιωματικά: πάσο, χουζούρι, στασό, ριποζό.
Είναι του ραχατιού αθρώποι, δεν ξυπνούνε πρωί.
Δούλευε με το ραχάτι σου και μη χολοσκάς, γιατί ούλα θε’ να γενούνε στην ώρα ντως.
2. Μτφ. τεμπελιά, νωθρότητα, απραξία.
Αφήτε το ραχατλίκι και προματζευτείτε να μαερέψομε κάνα φαΐ.
Ραχάτι δεν έχει κι ένα γκερεμέ πολεμά.
ραχατεύ(γ)ω, ραχατί(τ)ζω: τεμπελιάζω, επαναπαύομαι, εφησυχάζω, ξεκουράζομαι. Συνώνυμα ιδιωματικά: απορηχαίνω, χουζουρεύω, ριποζάρω, πολλοχάνω.
Ούλη μέρα ραχατεύγει κι από δουλειά, άι μεντέτ!
Μη ραχατίτζετε αυτού μέσα, γιατίς η δουλειά μας δε βοδώνει με δυο χέρια μοναχά.
ραχατλής, ραχατλού, ραχατλίδικο ή ραχατλούδικο και ραχατλίδικος, ραχατλίδικια, ραχατλίδικο: 1. εφησυχασμένος, γαλήνιος, ήρεμος, ξένοιαστος, άνετος, χαλαρός.
Άφες την, έτσιδα που ‘ναι ραχατλού, ν’ απορηχάνει λι’άκι.
Εκειδανά μάς ησερβέρνανε κάτι ραχατλίδικοι καφέδες, που τσι θυμούμαι ακόμας! Ραχατλίδικια δουλειά και με παράδες μπόλικοι.
2. τεμπέλης, τεμπέλικος, μαλθακός, νωθρός.
Την Κεριακή θέλει να ‘ναι ραχατλής ούλη τη μέρα.
ραχατλίδικα (επίρ.): χαλαρά, άνετα, ξένοιαστα, τεμπέλικα, ξεκούραστα. Ηκάτσανε ραχατλίδικα στο μουντεράκι, να πιούνε τον καφέ ντως και να κουσελέψουνε κομμάτι.
ραχάτ-λουκούμι, το (τουρκ. rahat lokum): είδος λουκουμιού.

4. ρέγομαι, ρέομαι: ορέγομαι, επιθυμώ, λαχταρώ. Συνώνυμα ιδιωματικά:  λιμπίζομαι, σοροπιάζω.
Ρέομαι να ξανοίω τη θάλασσα αφ’ το παναθύρι μου.
Ψήσε λόπια που τα ρέχτηκα.
Πουλιά στιφάδο ερεχτήκασιν.
Ερέουτο να θωρεί τσι βάρκες στο γιαλό.
Ηρέχτουμου ό,τι πουλούσανε τα μαγαζά.
Είντα ρέχτης, αγορίνα μου;
Τα ψάρια καθόλου δεν τα ρέγεται.
Παιδικό τραγουδάκι της Ερυθραίας:
Τα παιδιά δε δέρνουνται,
μόνου χάδια ρέουνται.
Αλατσατιανό δίστιχο της Αποκριάς:
Ρέομαι να σε ξανοίω, άμα κάθεσαι στ’ αγγειό,
που σφυρίζει το πουτί σου σαν παπόρι γαλλικό.

5. ρέζιγος, ρέζικος, ρέζιος, ρέζεγος, ρέτζεγος - ρέζιγια ή ρέζιγη κλπ., - ρέζιγο κλπ. και ρέζεος, ρέζεη, ρέζεο (από το ιταλ. rischio: κίνδυνος, ρίσκο): επικίνδυνος, επισφαλής, ασταθής, Συνώνυμο ιδιωματικό: πίζουλος.
Ρέζιγος μουστερής, ρέτζεγη δουλειά, ρέζικο πράμα.
Έκφραση τα βρίσκω ρέζεγα: δυσκολεύομαι, τα βρίσκω σκούρα, κινδυνεύω.
ρεζιγάρω, ρεζεγάρω, ρετζεγάρω (ιταλ. rischiare): διακινδυνεύω, ρισκάρω. Ρετζεγάρεις τσι παράδες σου μ’ ευτές τσι δουλειές που αρκίνησες.
Ρεζιγάρισε τη βάρκα ντως, αλλά ξαπίσω στη Χιο ήφταξένε.
K.E.M.M.E: ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ  ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΥΘΡΑΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΜΥΡΝΗ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ


 

Search Tools