drift off → αλαφροκοιμάμαι, αποκοιμάμαι, αποκοιμιέμαι, γλαρώνω, λαγοκοιμάμαι, λαφροκοιμάμαι, με παίρνει ο ύπνος, με ψιλοπαίρνει ο ύπνος, μισοκοιμάμαι, παίρνω έναν υπνάκο, τον παίρνω λιγάκι, τον ψιλοπαίρνω, ψιλοκοιμάμαι, χάνω τη συγκέντρωσή μου, διασπάται η προσοχή μου, ταξιδεύει ο νους μου

 

Search Tools