Σταμάτης Κραουνάκης & Λίνα Νικολακοπούλου: Μαμά, γερνάω! (με την Τάνια Τσανακλίδου)
Τόλης Νικηφόρου, στη διάλεκτο της μοναξιάς
στο βάθος ξεχωρίζει η θάλασσα
ένα γαλάζιο αστραφτερό κι απρόσιτο
μια δίψα
ψηλά στο μυστικό κελάρι τ’ ουρανού
μπρούσκο εκλεκτό της μνήμης
στο βάθος ξεχωρίζει η θάλασσα
όπως γυναίκα σε φανταστική οθόνη
που ως αργά τη νύχτα μεταφράζει όνειρα
στη διάλεκτο της μοναξιάς
όσοι εδώ μέσα μπήκαν έφυγαν
άφησαν πίσω τα βιβλία τους, τις μουσικές
κάτι απ’ το χνώτο τους
ένα αποτσίγαρο μες στον πηχτό ντελβέ
άφησαν πίσω τους κενό και αινίγματα
κάδρα που όρθια γέρνουν
χρώματα που θαμπώνουν μες στο φως
διπλό κρεβάτι για το αχ χωρίς το άγγιγμα
τον κούφιο ήχο του νερού στο μπάνιο
ένα λυγμό που δεν διαλύει
την πέτρα μέσα της
στο βάθος ξεχωρίζει η θάλασσα
σαν ποίημα που υπόσχεται το μακρινό ταξίδι
ή σαν ψυχή που πρόδωσε
αυτό το κάτι στη φωνή της
και τώρα πνίγεται μέσα στο καθημερινό της τίποτα
μέσα στην έπαρση και τη λαχτάρα της
Το ποίημα γράφτηκε τον Αύγουστο του 2010 και είχε αρχικά δημοσιευτεί στο Translatum. Ανήκει πλέον στη συλλογή Το μυστικό αλφάβητο (2010).
Στα δύο χρόνια που σας παρουσιάζω τα γραπτά των ποιητών της Θεσσαλονίκης δεν μου έχει τύχει δυσκολότερη δημοσίευση από αυτή που κάνω τώρα.
Ο Τόλης Νικηφόρου έγραψε αυτό το ποίημα μέσα από τις αφηγήσεις τόσο τις δικές μου για την ως τώρα ζωή μου όσο και άλλων γυναικών που ζουν μόνες τους – άλλοτε από δική τους επιλογή, άλλοτε από επιλογές άλλων, άλλοτε γιατί απλώς γιατί έτσι τα έφερε η «ρημάδα» η ζωή. Και σκιαγραφεί με εικόνες σκληρές κι οδυνηρές, αλλά απόλυτα ρεαλιστικές, την ψυχή μας και τον ζωτικό μας χώρο.
Όπως βλέπετε, το ποίημα γράφτηκε πολύ πρόσφατα. Ο ποιητής μού το έστειλε με ένα email-έκπληξη μαζί με άλλα δύο ποιήματα στο τέλος του περασμένου μήνα μόλις γύρισα από τις φετινές μου διακοπές, μου αφιέρωσε αυτό το συγκεκριμένο ποίημα και μου έδωσε την άδεια να δημοσιεύσω και τα τρία γραπτά πρώτη εγώ και όπου ήθελα (είτε στο ιστολόγιό μου είτε στο Translatum).
Θα μπορούσα να το κρύψω στα συρτάρια μου ή να το καταχωνιάσω σε κάποιο φάκελο στον υπολογιστή μου. Όμως, κατά την προσωπική μου εκτίμηση και γνώμη, είναι ένα από τα ωραιότερα ποιήματα του Τόλη Νικηφόρου. Θα προτιμούσα να μην το είχε σκεφτεί ποτέ, να μην το είχε γράψει ποτέ – αλλά το ποίημα γεννήθηκε και δεν μπορώ να το σκοτώσω. Δεν έχω, λοιπόν, παρά να το βοηθήσω να βγει στο φως, να μεγαλώσει και να ενηλικιωθεί σαν να ήταν και δικό μου παιδί. Γιατί, τελικά, είναι και δικό μου παιδί, όπως και αρκετών άλλων γυναικών που ζουν μόνες. Είναι και της Τάνιας Τσανακλίδου και της Λίνας Νικολακοπούλου παιδί, αφού πριν από χρόνια μάς έδωσαν το «αυτοβιογραφικό» τραγούδι «Μαμά, γερνάω» που συνοδεύει το ποίημα στη σημερινή μου δημοσίευση. Οι στίχοι τους (του τραγουδιού και του ποιήματος) συνδέονται με «συγγένεια αίματος».
Τόλη Νικηφόρου, είναι στιγμές που νιώθω να σε μισώ γι' αυτό το ποίημα. Κάπως έτσι νιώθω και για το τραγούδι και τους δημιουργούς του. Παρ’ όλα αυτά, σου οφείλω ένα μεγάλο «ευχαριστώ» που το έγραψες και, κυρίως, που μου το έδωσες σχεδόν αμέσως. Μονάχα, πώς να το πω τώρα; – θα ’θελα τα επόμενα που θα μου δώσεις να είναι πιο φωτεινά, πιο αισιόδοξα, ν’ αφήνουν ένα παράθυρο ανοιχτό στη χαρά. Μου το υπόσχεσαι;