Τουρκοκρητικά | Ελληνικά |
αταλέ, ταλέ | λεηλασία, αρπαγή, αυθάδεια (πληθ. ταλάδες) |
απανωθιό | πάνω |
απλά, αμπλά (abla) | μεγάλη αδελφή, υπηρέτρια |
αγάς | κάθε σημαντικό πρόσωπο, προεστός, καλοζωισμένος, εξουσιαστής |
αγιάζι (ayaz) | δροσούλα της αυγής |
αγιάρι (ayar) | ρύθμιση της ώρας, προσοχή |
αγιαρντίζω (ayarmak) | αποπλανώ, ξελογιάζω |
αγορίτης | ορεσίβιος |
αγουτζής | σκοπευτής |
αζάπης | σύντροφος, φίλος, δυστυχισμένος, ταλαίπωρος |
αζάς | πρόκριτος (πλ. αζάδες) |
αζάτι (azat) | απελευθέρωση αιχμάλωτου |
άζη | ευχή (είμαι το άζη σας, είμαι ευχέτης σας) |
αζιγανιά (ziyan) και ζιγανιά | αδικία, δολιότητα |
άζουδος | ταλαίπωρος |
αϊλίκι | μισθός, μηνιάτικο |
αϊπλίκη (ayplik) | ελάττωμα |
αϊράνι (ayran) | ορός, επίστρωμα τσιμέντου |
ακαρντάσης | βλ. αρκαντάσης |
ακιντ(ζ)ές (akide) | καραμέλα, γλύκισμα. (σερμπέτια και ακιντζέδες) |
ακουρμάζομαι | ακροάζομαι |
αλάι | πλήθος, πομπή, παράταξη, όμιλος |
αλάι - μαλάι (alay - malay) | (επίρρ.) έτι μάλλον |
αλάνι (alan) | αλητόπαιδο (αλανιάρης) |
αλαργάρω | απομακρύνομαι |
αλάτες (alãt) | εφόδια, εργαλεία, όργανα. |
αλατζάς (alaca) | φθηνό βαμβακερό ύφασμα |
αλέ – λεσάπι (alal - hesap) | ως έγγιστα |
αλιβερντίζω (alivermek) | μεσολαβώ, προμηθεύω |
αλικοντίζω (alikomak) | αναχαιτίζω |
αλισιβερίσι (alisveris) | δοσοληψίες |
αμ – μα !! (amma) | (επιφ. θαυμασμού) πω – πω!! |
αμάν(ι) | (επιφ.) έλεος! |
αμανές | μουσικός σκοπός |
αμανέτι (emanet) | ενέχειρο (και αμανάτι), αρραβώνας |
αμπάρι (ambar) | αποθήκη |
αμπάς (aba) και γαμπάς (πανωφόρι) | μάλλινο χοντρό ύφασμα |
αμπάς πασάς | αντιβασιλέας αιγύπτου |
αμπέρι (amber) | λουλούδι ακακίας (αμπεριά, ακακία, γαζία) |
αμπτέστι (aptest) | άδεια |
αναθυβάνω | διερωτώμαι, συλλογίζομαι |
ανάκαρα | πνοή, δύναμη |
ανεντρανίζω | κοιτάζω, σηκώνω τα μάτια, βλέπω |
αντάμ – μπαμπαντάμ | ανέκαθεν |
αντάμου (adam) | άνθρωπε! |
αντέτι (adet) | συνήθεια |
άντζεπα | άραγε |
αντιδείρω | περνώ απέναντι |
αξάμι (aksam) | εσπέρα, στιγμή της δύσης του ήλιου |
αξωμάδα (açma) | αποκάλυψη, εκμυστήρευση |
απάκι (apak) | καπνιστό κρέας |
απακιάζω | μαυρίζω, ζαρώνω |
απανωδιαστά | με επαναλήψεις, αλλεπάλληλα. |
απεζέφνω | ξεπεζεύω, κατεβαίνω από το άλογο |
απίρι | θειάφι |
αποκλαμάρω | καλώ, δηλώνω, αναλύω |
αποσπεροθιό | από την πέρα μεριά |
απτ αλλά | πατέρας του προφήτη μωάμεθ (abd allah). πέθανε λίγο πριν ή λίγο μετά τη γέννηση του γιου του. |
αραγός | ασκί |
αραλίκι (aralik) | ελεύθερος χρόνος, διάλειμμα |
αραμπάς (araba) | ιππήλατο όχημα τετράτροχο |
αρκαντάσης (arkadas) | σύντροφος, συνεργάτης |
αρκουμπούζια | όπλα |
αρμιά | οι ράχες των βουνών |
αρμπεντές | στάση, οχλαγωγία |
αρναούτης | αλβανός |
αρσίζης (arsiz) | αναιδής |
αρτζιχάλιν (arzuhal) και αρτζουχάλι | αναφορά , αίτηση |
ασ(ι)λάνης (aslan) | γενναίος, λιοντάρι |
ασάς | ραβδί |
ασίκης (asik) | γενναιόψυχος, λεβέντης |
ασικιαρέ (asikare) | (επίρρ.) φανερά |
ασκαλντί (azkaldi) | παρά λίγο |
ασκέρι | στρατός, πλήθος |
άσκι | έρωτας, αφοσίωση, επιθυμία να συμπληρώσεις κάτι |
άσλα (asla) | (επίρρ) ουδέποτε, ακριβώς |
άσπρα | χρήματα ασημένια, 1/3 του παρά |
αστάρι | φόδρα |
ατζαΐπικος (acayip) | περίεργος |
ατζαμής (acemi) | αμαθής, αδέξιος |
ατζέμπα (μου) | άραγε (και άτζεμπις) |
ατζί (incik) | η γάμπα, το σαρκώδες μέρος της κνήμης |
ατζιγγανεύω | αδικώ |
ατικί (atici) | φρόνημος, στοχαστικός, αγαπημένος |
ατλής | ιππέας (και ατιλής – άτι) |
ατσιποδιά | κακοτυχία |
ατσουπάς (hacip) | πονηρό πνεύμα, δαίμονας |
αφερίμ | εύγε, καλά έκαμες |
άφι (afu) | συγχώρηση, άφεση |
αφορούμαι | υποψιάζομαι, μαντεύω (εφορέθηκε πως τού ’λεγε ψώματα) |
αχτάρης | μυροπώλης |
αχταρμάς | διαμετακόμιση, ανακάτεμα |
άχτι | εκδίκηση |
αχύρι | σταύλος, αχούρι |
βαγ(ι)εστώ (vazgecmek) | βαρύνομαι, απελπίζομαι, παραιτούμαι |
βαέθια | συμβάντα |
βάι (vay) | αλίμονο |
βακίτι ή βάχτι (vakit - vakt) | καιρός, χρόνος, κατάλληλη εποχή |
βάκλη | με σεβασμό |
βαλ(ι)δέ | μητέρα (και βαλτέ ως προσφώνηση της μητέρας) |
βαλαχί! | μα το θεό |
βάλη (τα) | τα παθήματα |
βαλής | γενικός διοικητής |
βάρδα – κώστα | ελαφρό πλοίο φύλαξης ακτών |
βασι(γ)ιέτι (vasiyet) | διαθήκη, εντολή, παραγγελία, τελευταία επιθυμία |
βγορίζει | φαίνεται |
βέβγια | βέβαια (;) |
βεζινές (vezne) | είδος ζυγαριάς |
βεζίρης | αρχιγραμματέας της επικράτειας, πρωθυπουργός (ο μέγας) |
βεηλέρ βέης | μπέης των μπέηδων, τιμητικός τίτλος |
βεργί | φόρος, προσφορά |
βερέμι (verem) | αρρώστια, φθίση |
βερεσέ (veresiye) | επί πιστώσει |
βιλαέτι (vilayet) | διοικητικό τμήμα, επαρχία, νομός (πληθ. βιλαέθια) |
βιρανές (virane) | ερείπιο |
βιστηδούρες | κεντητά γυναικεία μεσοφόρια |
βίτσα | ευλύγιστο ραβδί |
βουγιούμ μπεκλέρ | σε περιμένω (beklemek, περιμένω) |
βουρ (vur) | εμπρός κτύπα |
βούργια | σακκούλι βοσκού |
βουτσί | βαρέλι |
γαζέπι (gazap) | οργή, θεομηνία |
γαζής | νικητής |
γαζίνα | τρυφερή ονομασία της συζύγου (ματάκια μου, φως μου) |
γαλανίζω | ασπρίζω |
γαμπάς | χλαίνη, κάππα. |
γαργερός | λερωμένος |
γαρμπής (garbi) | νοτιοδυτικός άνεμος |
γεζίτης (yezit) | αναιδής, αισχρός, άθεος |
γελέκι (yelek) | επενδύτης |
γεμεκλίκι (yameklik) | τα απαραίτητα προς το ζην |
γέμι | κριθάρι για τα άλογα |
γεμιτζής (gemici) | ναύτης |
γεμουρούκι | τελωνείο |
γερλή αγασή | αρχηγός των εντοπίων γενιτσάρων |
γερλήδες | εντόπιοι, αυτόχθονες γιενίτσαροι της κρήτης |
για... για... (ya–ya) | ή...ή... |
γιαβάς – γιαβάς (yavas - yavas) | σιγά – σιγά. |
γιαβουκλού (yavuklu) | η ερωμένη |
γιαγκίνι (yangin) | πυρκαγιά, εσωτερική πίεση |
γιαγλίκι | μαντήλι (γιαγλικάκι) |
γιαγνίσι (yanlis) | λάθος |
γιακιστίζω (yakismak) | ταιριάζω, αρμόζω |
γιαλέλι (yal - el) | τραγούδι |
γιαλιθι(α)νός | κάτοικος των παραλίων |
γιαλτσένιος | λαμπερός σαν γυαλί. |
γιαμάκια | βοηθοί, τσιράκια |
γιαμπανά (yabana) | αδίκως |
γιάρα (το) | η πληγή ( και ο γιαράς) |
γιαραντίζω | δημιουργώ |
γιαραντισμένος | πλασμένος- δημιουργημένος |
γιαραππής | θεός-κύριος (και γιαραμπής) |
γιαρτμτζής | βοηθός |
γιασμάς (γιασμάκι) (yasmak) | λεπτό γυναικείο κάλυμα κεφαλής |
γιαστίκι (yastik) | μαξιλάρι |
γιαταγάνι (yatagan) | μεγάλο μαχαίρι ζωσμένο στη μέση |
γιατάκι (yatak) | στρώμα, κλινη |
γιαφτάς (yafta) | μερίδιο, κληρονομιά |
γιαχουντής (yahudi) | εβραίος, ιουδαίος |
γίβεντο (güvenmek) | ντροπή, καταισχύνη |
γιγούμι (gügum) | δοχείο γάλακτος |
γιεμενί | κάλυμα κεφαλής (όρκος, γεμίνι) |
γιεμουρούκι | τελωνείο |
γιολντάσης (yoltas) | σύντροφος, συνοδοιπόρος |
γιορντάμι (yordam) | στόλισμα, επίδειξη |
γιορνταμλής | ναζιάρης, στολισμένος |
γιορνταναλίκι (yordamlik) | περιδέραιο |
γιουνάνηδες | έλληνες |
γιουρ(ου)ντώ | κάνω έφοδο |
γιουρντάρω (yorumek) | ορμώ |
γιουρούσι (yürüyus) | έφοδος |
γιούσμπασης (yüzbasi) | λοχαγός |
γκανίζω | γκαρίζω |
γκιαούρ | άπιστος |
γκιαουρέκ μπες παρά οκασί | του ρωμιού το κρέας, μια δεκάρα η οκά. |
γκιαούρμπασης | αρχηγός των γκιαούρηδων |
γκιουλνούς | ροδόσταγμα |
γκιστάνι | φυλακή |
γλακώ | τρέχω |
γούμενα | χοντρό καραβόσχοινο |
γουργουλές | λίμνες |
γραντίζω | (ogramak) πέφτω σε συμφορά |
γρετίδικος (igreti) | προσωρινός, εκκρεμής |
γρόσσι | τουρκικό νόμισμα |
δερβίσης (dervis) | μωαμεθανός μοναχός, φτωχός, ολιγαρκής |
δεφτερδάρης | οικονομικός δευθυντής, έφορος |
διάγουμα (yagma) | λεηλασία (διαγουμίζω) |
διασάκι (yasak) | απαγόρευση |
διβάνι | υπουργικό συμβούλιο, κυβέρνηση |
δικώ | αρκώ, επαρκώ |
δοξάρι | τόξο, κάτι τεντωμένο (μτφρ. το πτώμα) |
εβλι(γι)άς | όσιος , άγιος της μουσουλμανικής θρησκείας. |
εδά | τώρα |
εζτερχάς (ežderhâ) | μέγας όφις, δράκος (και ιζτερχάς) |
είμητας | ή μήπως |
εκσίκικα | ελαττωματικά, ελλιπή |
έλε μου (hele) | προ πάντων (και ίλα ή ίλε μου) |
ελεμές (elleme) | ποταπός, παλιάνθρωπος |
ελμπέτ (elbet) | βεβαίως, εξάπαντως |
εμιρί (miri) | δημόσιος φόρος, μίσθωμα |
εντέκια (hendek) | χαντάκια, τάφροι γύρω από τα φρούρια. |
εντεψίζης (edepsiz) | αναιδής, αθυρόστομος |
εντεψίζικος | άσεμνος |
ερδέπιον | μέτρο βάρους σίτου |
ερίφης (herif) | άθλιος, ευτελής |
εσδρί | πρόστιμο |
εσπέχης | φεουδάρχης, ιππέας (σπαχής) |
ετέκι | υποπόδιο, μαξιλάρι ποδιών |
ευτεξούσιος | (αυτεξούσιος) υπεύθυνος |
εφέντης | αυθέντης, κύριος, αφέντης |
ζαβάλι (zavalli) | παρακμή, κακή τροπή |
ζάβαλος | ταλαίπωρος (και ζάβαλης) κλητ. ζάβαλε, καημένε |
ζαγρουνώ | ξύνω (και τσαγκρουνώ) |
ζαερές (zahire) | ζωοτροφία, σιτηρά |
ζάλο | βήμα |
ζαμάνι (zaman) | χρόνος, εποχή |
ζαμπαράς (zampara) | γυναικοκατακτητής, γυναικοθήρας. |
ζαμπίτης (zabit) | αξιωματικός, φύλακας της τάξης |
ζαμπιτιλίκι | τάξη, αστυνόμευση, ασφάλεια |
ζαπτιές | χωροφύλακας (και ζαφτιγιές) |
ζαράρ(ι) (zarar) | βλάβη, ζημιά |
ζαρίφικος (zarif) | κομψός, λεπτός, μικροκαμωμένος και όμορφος |
ζαριφλίκι | κομψότητα, ομορφιά |
ζάφτι (zapt) | εξουσία, έλεγχος (κάνω ζάφτι, υπερνικώ) |
ζαφτιγές (zaptiye) | χωροφύλακας |
ζεμπερές (zemberek) | κλειδί |
ζεμπίλι (zembil) | καλάθι από φοινικόφυλλα για ψώνια |
ζευζέκης (zevzek) | ανόητος |
ζεύκι (zevk) | διασκέδαση, ηδονή |
ζιαμέτια | φέουδα, τσιφλίκια |
ζιαφέτι (ziyafet) | γεύμα, τιμητικό δείπνο |
ζιγανιά και αζιγανιά (ziyan) | αδικία, δολιότητα |
ζιλχιτζές | μήνας (αραβικά) |
ζιμιό | λοιπόν (εις μίον) |
ζόρες (zor) | βία, δυσκολία |
ζορμπάς | κακούργος, θρασύς |
ζουλούμια (zulüm) | βασανιστήρια, καταπίεση, αδικίες |
ζουλφικάρι | δίκοπο μαχαίρι. |
ζουμπούσι | τραπέζωμα παρέας, φαγητό (τσιμπούσι) |
ζουρίδες | νυχτερινές επιθέσεις των τούρκων |
θεριακλής (tiryakli) | παθιασμένος, εθισμένος |
ιδαρές | διοίκηση |
ιζάνι | προσευχή |
ιζετλού | εντιμότατος |
ιλάμι | αναφορά |
ιμάνι (iman) | πίστη, θρησκεία |
ιμπραχίμ | αβραάμ |
ιμπρέτι (ibret) | παράδειγμα, δείγμα |
ιναντινά (inantina) | πεισματικά |
ιραδές | διαταγή |
ίρτζι (irz) | τιμή, αξιοπρέπεια |
ις ολά (is ola) | δήθεν |
ίτσι (hiç) | καθόλου, μηδέν, ποσώς |
ίχιαλά (insa allah) | μακάρι, είθε, ας δώσει ο θεός |
κα(μ)πούλ(ι) (kabul) | αποδοχή, παραδοχή |
κα(χ)βές | καφενείο, καφές |
κααβάς | ναός μέκκας πάνω από τον μετεωρίτη λίθο. |
καβάζης (kavas) | κλητήρας, υπασπιστής (και καβάσης ) |
καβαλτίζω | προγευματίζω |
καζαντίζω (kazanmak) | αποκτώ χρήματα |
καζάς (kaza) | ατύχημα, δυσάρεστη κατάσταση, απόφαση του καδή |
καϊμακάμης (kaymakam) | αντισυνταγματάρχης, υποδιοικητής, έπαρχος |
καϊναντίζω (kaynamak) | ψήνομαι, βράζω, φτανω στον ύψιστο βαθμό |
καϊρέτι ή καερέτι (gayret) | υπομονή, προσπάθεια ,γενναιότητα, θάρρος |
καιτές | και τότε |
καλαντάρα | ξύλινο πλαίσιο ύφανσης, που τρέμει |
καλανταρίζω | τρεκλίζω |
καλαροσύρω | μαζεύω τα πανιά του πλοίου ή τα δίχτυα. |
καλίκια (kalik) | γυναικεία παπούτσια |
καλιοντζής | ναύτης |
καλντιρίμι (kaldirim) | λιθόστρωτος δρόμος |
καλπαζάνης (kalpazan) | δόλιος, ψεύτης, παραχαράκτης |
καλπάκι (kalpak) | σκούφος, στρογγυλό κάλυμα κεφαλής |
κάλφας (kalfa) | ο πρώτος υπάλληλος καταστήματος |
καμπαέτι (kabahat) | πταίσμα, αμάρτημα, παράπτωμα (πληθ. καμπαέθια) |
καμπανίζω | ζυγίζω |
κανάκια | χάδια, θωπείες |
κανδιελής | ηρακλειώτης |
κανίσκι | δώρο |
καντζίκης (kancik) | άπιστος, απατεώνας |
καντή – νενέ | γιαγιά (και καδή νενέ) |
καντή νενέ | ώριμη κυρία |
καντής | καδής, ιεροδικαστής |
καντής (kadi) | δικαστής |
καντίζω (kantirmak) | δελεάζω, πείθω |
καντίνα | κυρία, παντρεμένη γυναίκα (και καντίνη) |
καπανίκικος (kapanik) | κλειστός, σκοτεινός |
καπάνταης (kapa dayi) | ψευτοαρχηγός, κομπορήμων |
καπαντίζω (kapanmak) | υπερνικώ, καλύπτω |
καπατουμά (kapatma) | παλλακίδα, γυναίκα σύντροφος |
καπζάς (kapzik) | μικρό δοχείο, πορτοφόλι, θηλάκιο χρημάτων |
καπίνι | γάμος, προικοσύμφωνο |
καπουδάν πασάς | ναύαρχος |
καρακόλι (karakol) | σταθμός χωροφυλακής |
καραμπογιά | μαύρο χρώμα για τη βαφή μαλλιών |
καράρι (karar) | απόφαση, κατάσταση, διαμονή |
καρμίρης | πλεονέκτης, φιλαργυρος |
καρνάδος | κατακόκκινος, χρώματος κρεατί (ιταλ.) |
καρσί (karsi) | απέναντι |
καρτσονάς | ο φορών κάλτσες, μαλθακός, αστός |
καρτσόνια | κάλτσες (γνώρισμα των αστών και της άνετης ζωής) |
κασαβέτι | βάσανο, πάθος, στενοχώρια (πληθ. κασαβέθια) |
κατάπι (kitap) | βιβλίο, νόμος, κοράνι |
κατράνι | κατράμι, εύφλεκτες ύλες |
κατσιρμάς | λαθρεμπόριο |
κατσουκανιά | πονηριά, πανουργία |
κατώ | όνομα της συζύγου του μεμέτακα |
καφαλτί (kahvalti) | πρόγευμα |
καφέσι | ξύλινο πλέγμα παραθύρου (και καφάσι) |
καφτάνι (kaftan) | αυτοκρατορικός χιτώνας με γούνα |
κάχρι (kahir) | οργή |
κελεπίρι (kelepir) | λάφυρο |
κεμέρι (kemer) | βαλάντιο, κομπόδεμα, ταμείο |
κερέμι (ikiram) | περιποίηση, βοήθεια |
κερίμ | ευεργεσία |
κερίμης | γενναιόδωρος- ευεργετικός |
κεσίμι | κορμοστασιά, παρουσιαστικό |
κεχαγιάς | οικονομικός διαχειριστής, επίτροπος |
κιαμέτ γκιουνού | κατακλυσμός |
κιάρι (kar) | κέρδος |
κιατίπης (katip) | γραμματικός, γραφέας |
κιβούρι | μνήμα |
κιγιαμέτι (kiyamet) | μεγάλη ταραχή |
κιεφέτι | νίκη (κάνω κιεφέτι, νικώ) |
κιλινγκίρια | σιδεράδικα |
κινάς | κόκκινη βαφή νυχιών |
κιντί (ikindi) | βραδάκι |
κιορμαίνομαι (görünmek) | φαίνομαι |
κιρατζής (kiraci) | αγωγιάτης |
κιρίμι | κριμαία |
κιρμιζί (kirmizi) | κόκκινο χρώμα |
κισ(ι)μέτι (kismet) | μέλλον, πεπρωμένο, τυχερό |
κισλάς | στρατώνας (και κιχιλάς) |
κλιτά | ταπεινά, προσεκτικά, με σκυμμένο κεφάλι |
κνισάρι | δαντελωτό λίπος που περιβάλλει τα εντόσθια του ζώου |
κολάνι | αορτήρας, αναβολέας στη σέλλα του αλόγου (κριάρης: περιλαίμιο) |
κονάκι (konak) | οικία, σταθμός |
κονσολάτο | κυβερνείο |
κονσόλοι | σύμβουλοι |
κοπανέ | κατάλληλη στιγμή |
κοπανούρα | σκέπασμα, από πάνω (;) |
κορβέτο | πολεμικό πλοίο, κορβέτα |
κορδακιάζω | τεντώνομαι, πεθαίνω |
κοσατέρ’ για μπαϊράκια | δρομείς σημαιοφόροι |
κουγιουλτίζω (koyulmak) | κρίνω εύλογο |
κουγιουμτζής (kuyumci) | χρυσοχόος |
κουζουλός | τρελός |
κουκοσάλι(ο) | χαλάζι |
κουλαντρίζω (kullanmak) | διευθύνω |
κουλές | φρούριο, πύργος |
κουλούκι | σκυλάκι, φυλακή |
κουλουκουτερό | ευτελές σκεύος |
κουμουλάρι | αγγείο μέτρησης υγρών |
κουμπές (kubbe) | θόλος, ωραίος άνθρωπος |
κουμπός | σκυφτός, καμπούρης |
κουρμπάνι | θυσία |
κουρούνα | κόρακας |
κούρτα | μαντρί |
κουρτέλα | σφύρα, βαριά |
κουρτουλούσι (kurtulus) | σωτηρία |
κουσούρι (kusur) | ελάττωμα, έλλειψη – σφάλμα |
κουτουρού (götürü) | στην τύχη, χωρίς σχέδιο |
κούφιρα σιρκ’ ιχτά | η βλάσφημη πλάνη της ειδωλολατρίας (küfür) |
κρέτα | κρέατα |
λαγούμι (lagim) | υπόνομος για ανατίναξη. σε πολιορκία αντι-υπόνομος |
λαδοπατσάβρα | λαδωμένη πατσαβούρα για άναμμα φωτιάς |
λαήνι | πήλινο σκεύος, σταμνί νερού |
λακριντί (lakirdi) | ομιλία |
λαλίνι (nalin) | ξύλινο παπούτσι |
λαφαζάνης (lafazan) | πολυλογάς, φλύαρος |
λαχούρι | είδος υφάσματος |
λέσι (το) | πτώμα (πλ. τα λέσια) |
λεχάμι | φώτιση |
λόντρα | φορτηγό πλοίο (ναυπηγούμενο στο λονδίνο) |
λοντραντζής | κυβερνήτης φορτηγού πλοίου λόντρας |
λουλάς (lüle) | καπνοσύριγκα |
λουσσόθηρο | ερείπιο |
λουφές (ulufe) | μισθός |
λυκιάς | τόπος με υφάλμυρο νερό |
μαγκλαβίζω | τυραννώ, βασανίζω |
μαγλατάς (mugalata) | απάτη, αθέτηση υποχρεώσεων |
μαγλινός | λείος, χωρίς τρίχες, ξυρισμένος |
μαγρίπ | δύση |
μαζανένιος ντολουμάς | μελιτζανένιος ντολμάς |
μαζμπατάς | έκθεση |
μαϊμούνι | μαϊμού |
μαϊτάπι (maytap) | ειρωνεία, εμπαιγμός |
μαλάϊκας | άγγελος, ουρί, πνεύμα (και μελάϊκας, πληθ. μελαϊκέδες) |
μαλεμιρί | φόροι |
μαλικιανές | φόρος (αντικατέστησε τον μουκατά) |
μάλτα | πορτοκάλι |
μαμουντι(γ)ές (mahmudiye) | χρυσό νόμισμα 25 γροσίων |
μαμουρλούκι | (μαχμουρλούκι) δυσαρέσκεια, κακοκεφιά |
μανσούπι (mansip) | αξίωμα, θέση, πόστο ευθύνης |
μανταλώνω | κλειδώνω |
μαντές (madde) | υπόθεση, ζήτημα (μαντέδες, ξεσηκωμοί) |
μαντρατζής | φύλακας της μάντρας |
μαξούλι | κέρδος, παραγωγή |
μαριφέτι (marifet) | τέχνασμα, επιτηδειότητα (και μαραφέτι) |
μάρμαρα (τα) | το σούνιο με το ναό του ποσειδώνα |
μαρμουρέτια | επαρχίες, πολιτείες |
μαρόπα | πρόβατο, αμνάδα |
μασρίκ | ανατολή |
μαστραπάς (mastrapa) | χαλκινο κύπελο, ποτήρι |
ματζέτα | αγελάδα |
μαχαλάς (mahalle) | συνοικία |
μαχιαλλά (masaallah) | εύγε! |
μαχλουκάτι | ζώο |
μεζάρι (mezar) | τάφος |
μεζαρλίκι | νεκροταφείο |
μεϊντάνι (meydan) | πλατεία |
μεϊτέπι | σχολείο μουσουλμανικό |
μελούν | καταραμένος |
μενδρεσές | ιεροσπουδαστήριο |
μεντάτι (imidat) | βοήθεια (και μιντέτι) |
μεντζίλι | έφιππος ταχυδρόμος |
μερχαμέτι (merhamet) | ευσπλαχνία, έλεος |
μερχαμετλής | οικτίρμων |
μεσκίνης (miskin) | λεπρός |
μετζιλίχι (mecilis) | συμβούλιο |
μιθάλι | πρότυπο – παράδειγμα |
μιλέτι | η μουσουλμανική θρησκεία, το έθνος του αλλάχ |
μιραλάης | συνταγματάρχης, ανώτερος αξιωματικός |
μισίρι (misir) | αίγυπτος |
μιτάτο | τυροκομείο |
μονετζιά | πολεμοφόδια |
μος | μόλις |
μόσκοβος | ρωσία |
μουζδές (και μουζντές) | είδηση, πληροφορία |
μουκαρέμι | είδηση, διάγγελμα, αγγελία |
μουκατάς | φόρος προϊόντων |
μουλαζίμης | αστυνόμος, υπαξιωματικός |
μούλκια | ιδιοκτησίες |
μουλλάς | ανώτερος κληρικός των μωαμεθανών |
μουμπασίρης | κλητήρας, διαγγελέας, αγγελιαφόρος |
μουρ(ν)ταρεύω | μολύνω, λερώνω, χαλώ μια συμφωνία, συγχύζω |
μουρντάρης (murdar) | ανήθικος, ακόλαστος, γυναικάς |
μουρτάτης | αρνησίθρησκος |
μουσαμάς | αδιάβροχο σκέπασμα όπλων |
μουσίρης | γενικός διοικητής, στρατηγός |
μουσταφάς | εκλεγμένος- (επίθετο του προφήτη μωάμεθ) |
μουτασερίφης | νομάρχης, υποδιοικήτής, έπαρχος (και μουτεσαρίφης) |
μουτζιζές | θαύμα |
μουτής (müti) | υποταγμένος, μη επαναστάτης |
μουτίζω | παραδίδομαι, υποτάσσομαι |
μουχαλεμπί (muhallebi) | γλύκισμα με γάλα και ριζάλευρο |
μουχαρέμ | σεπτέμβριος |
μουχασεμπετζής | λογιστής |
μουχασίλης | νομάρχης |
μουχούρι (mühür) | βουλοκέρι, σφραγίδα , μάρκα |
μπαδιέρα | παντιέρα, σημαία |
μπαϊλντίζω ( bayilmak) | δυσανασχετώ, υποφέρω |
μπαϊραγασής | οπλαρχηγός, αρχηγός μικρού σώματος ενόπλων. |
μπαϊράκι (bayrak) | σημαία |
μπαϊραχτάρης | σημαιοφόρος, της σωματοφυλακής του πασά. |
μπάλ(λ)α | σφαίρα |
μπαλουξής | ψαράς |
μπάντα | μεριά |
μπαντέτι (ibadet) | λατρεία, προσευχή |
μπαξές (bahce) | κήπος |
μπαξίσι (bahsis) | δώρο, χρηματικό φιλοδώρημα (μτφ.και σφαίρα) |
μπας κιατίπης | αρχιγραμματέας |
μπας κουμαντάρης | αρχιαστυνόμος (μπάχης κουμαντάρης) |
μπας ουστάς | αρχηγός γενιτσάρων |
μπας χανούμ | η πρώτη κυρία του χαρεμιού |
μπαταξής (batakci) | ζωηρός, άτακτος |
μπαταξιλίκι | αταξία, αναρχία |
μπατζάς | καπνοδόχος, φωταγωγός, φεγγίτης |
μπατσαλμάς | αλώνι |
μπάχι κουμαντάρης | αρχιαστυνόμος |
μπαχίζω | στενοχωρώ |
μπεγεντώ | αρέσω, εκτιμώ |
μπεγίκι (belki) | ίσως |
μπεγίρι (beygir) | άλογο, υποζύγιο |
μπεϊλί | φανερός |
μπεϊλίτικος (beylik) | αυτός που ανήκει στο δημόσιο |
μπελ(ί)κι (belki) | ίσως |
μπεντένι (beden) | τείχος, έπαλξη |
μπεράτι | διάταγμα |
μπεράτι | διοριστήριο έγγραφο δημοσίου λειτουργού |
μπερεκέτι (bereket) | αφθονία |
μπιζιγάρω | πιέζω , στενοχωρώ |
μπινίσι | μανδύας, πανωφόρι |
μπιρ | ένας μία |
μπιτίζω | τελειώνω |
μπομπιάς | (άγνωστη λέξη, ίσως μέρος καραβιού ή άνεμος) |
μποτώνια | χρυσά κουμπιά |
μπουγιουρ(ουλ)ντί | έγγραφη διαταγή |
μπουγιουρντί | πρόσταγμα , διαταγή |
μπουλούκι | τάγμα στρατού |
μπουλούκι | τάγμα του τουρκικού στρατού |
μπουλούμπασης | ταγματάρχης |
μπουρμάς (burma) | άπιστος, εξωμότης, άθεος (αρχικά, το στριμμένο σαρίκι.) |
μπουρμπάδα | κανονιά, κανόνι, τηλεβόλο |
μπροσκάδα | ενέδρα |
μυσίρι | αίγυπτος |
μυσιρλής | αιγύπτιος |
μωάμεθ (μουχαμέτ, μουχαμάντ) | ο άξιος ύμνων |
ναγές (ο) | κτήμα, περιφέρεια |
νάκλι (nakil ) | διήγηση |
ναμάζι | προσευχή, τελετή |
νάμι (τουρκ.) | φήμη, όνομα |
ναντρανίζω | αναντρανίζω, σηκώνω τα μάτια, αναρρώνω |
νάτ(κ)ι | λογικός, ομιλών συνετά, φήμη, όνομα |
νε | ούτε |
νένα | η τροφός |
νενέ | μητέρα |
νετζέτι | λύτρωση, σωτηρία |
νηκιάς | νόμιμος γάμος |
νιζαμετλής | οπαδός της νέας τάξης, προοδευτικός |
νιζάμι δζετίτ | νέα τάξη πραγμάτων |
νισάνι | σημείο, παράσημο σουλτανικό (πληθ. νισάνια) |
νομπέτι | εκ περιτροπής, με σειρά |
νούρ(ι) | λάμψη, φως , καλλονή |
νουσ(ου)ρέτι (nusret) | θεϊκή βοήθεια- δύναμη για νίκη |
νούχης ( nûh) | νώε |
νταβάς | δίκη, φιλόδικος |
νταβραντώ | αντέχω, υπομένω, εγκαρτερώ |
νταγιαντώ (-ίζω) | (dayanmak) υπομένω, αντέχω, διατηρούμαι |
νταής | ψευτοπαληκαράς |
ντάντας | τροφός, παιδαγωγός |
νταπιέθια | ειδήσεις |
νταύκος | μικρή σπηλιά σε βράχο |
ντεβλέτι | κράτος, δύναμη (και δοβλέτι) |
ντεληκανής | νέος |
ντελής | ιππέας, αλλά και τρελός, παράτολμος, ζωηρός, απερίσκεπτος |
ντελίδικος | παράτολμος, ζωηρός |
ντελίνια | μεγάλα πλοία |
ντελόγκως | αμέσως (και ντελόγο) |
ντεναζέ ναμάζι | τελετή κηδείας |
ντερεϊλής | κτηματίας, προύχων |
ντέρτι | πάθος, ασθένεια, πόνος, θλίψη |
ντεψίζης | αναιδής, αθυρόστομος (βλ. εντεψίζης) |
ντιβάνι (divan) | ανάκλιντο, συμβούλιο, συνεδρίαση αξιωματούχων |
ντιπ | καθόλου |
ντο(υ)ά | προσευχή, ευχή, παράκληση |
ντοβλέτι | κράτος, κυβέρνηση, δημόσιο |
ντογρουτζάς (dogruca) | συγκοπή καρδιάς |
ντολμά μπαξέ | παλάτι στην κωνσταντινούπολη |
ντοτόρος | γιατρός |
ντουκιάνι (dükkan) | κατάστημα, μαγαζί |
ντουλ(ου)μές | σκέψη, συλλογισμός |
ντουμάνι (duman) | πυρκαγιά, φλόγα, καπνός. |
ντουνιάς (dünya) | γη, κόσμος |
ντουντού | κυρία, παρατηρητής σε σκοπιά |
ντουντού χανούμ | πρώτη κυρία (πληθ. ντουντούδες) |
ντουσ(ου)μάνης | άσπονδος εχθρός |
ντουχιουντίζω (düsünmek) | σκέπτομαι, υπολογίζω, υποθέτω |
ντρέτα | κατ’ ευθείαν |
ξαθέρι | ό,τι πιο διαλεκτό |
ξεκουκούλωτος | αιμοβόρος, κακούργος οθωμανός. |
ξεστομάτου | προφορικά. |
ξεφτυλίζω | (σε λύχνο) φτιάχνω το φυτίλι |
ξίγκικος | ελλιποβαρής, ελλιπής |
ξυστερνός | μεταγενέστερος, μελλοντικός (ξυστερνάδα, ο χρόνος μετά) |
οβριός | εβραίος |
όμπανέ | το βράδυ |
οντάς | πάνω όροφος |
οντζάκι | στρατώνας γενιτσάρων |
όντιμως | όταν όμως – αλλ’ όμως (και όντιμας) |
ορ(ν)τάς | τάγμα γενιτσάρων |
ορνταγασής | ταγματάρχης, επικεφαλής του ορτά |
ορντού | στρατός |
ορτάκης (ortak) | στρατιωτικός συνεργάτης των τοπαρχών, σύντροφος, εταίρος |
οσκελντί (hos geldim) | καλώς ήρθες |
ουλεμάς | ιεροδικαστής, γνώστης του ιερού νόμου, νομομαθής |
ουλφές (λουφές) (ulufe) | μισθός γενιτσάρων |
ουμμέτι | έθνος, λαός, θρησκευτική κοινότητα μουσουλμάνων |
ουρί (huri) | γυναίκα - άγγελος του παραδείσου, για τους πιστούς μουσουλμάν. |
όυστάς (usta) | τεχνίτης, μάστορας (ουσταμανώλης, μαστρομανώλης) |
πα(ν)τισάχ | «ο βασιλεύς των βασιλέων», ο σουλτάνος |
πάκικος | αγνός, καθαρός |
παλαζάκι | νεαρό ζώο |
παμπόρια | βαπόρια, πλοία |
παντολίδικος | γριππιασμένος |
παπιόρα | σημαία |
παπούρα | πλαγιά |
παράς | χρήμα, το ¼ του γροσίου. (τρεις στον παρά, απαξιωτική εκφραση) |
πασαλής | σωματοφύλακας του πασά, κρητικό μαχαίρι της ζώνης |
πασρί | όραση |
πατούλια | ομάδα, ένοπλη συντροφιά |
πεζεβένκης (pezevenk) | άτιμος, μαστρωπός |
πεϊχαμπέρης | προφήτης |
πέλης | σαφής |
περίτου | προπάντων |
ποκατωθιό | από κάτω |
ποπανωθιό | από πάνω |
πούρι | όμως, ίσως, λοιπόν, βεβαίως (η λέξη και στον ερωτόκριτο) |
πουσί | σκοπιά |
προσοβάρω | δοκιμάζω |
πρωτολήου | ιουνίου (και πρωτογούλης) |
ραέτι | γεύμα, φιλοξενία, περιποίηση |
ράι | υποταγή (και αράι ) |
ραμαζάνι | εορτή αυστηρών νηστειών |
ραμπής | θεός |
ραχμέτι (rahmet) | ευσπλαχνία, οίκτος, έλεος |
ραχμετλής (rahmetli) | μακαρίτης, συχωρεμένος |
ρεγιαπερβέρ | χριστιανόφιλος, φίλος των ραγιάδων |
ρεέμι | όμηρος (και ριέμι) |
ρεμπιουλεββέλης | τρίτος μήνας του σεληνιακού έτους, ιούλιος |
ρεντίφι | εφεδρεία |
ρεφουδέρνω | εγκαταλείπω |
ριβαγιέτι | αφήγηση, ιστορία |
ρισβάνις (rüsvag) | ο δυσφημούμενος |
ριτζά (ς) (rica) | παράκληση, δέηση, παρακλητικός |
ριτζάλι | παράκληση, ο σύμβουλος |
ριτζατζής | ο παρακαλών, μεσολαβητής |
ροζονάρω | συνομιλώ |
ροσπού (orospu) | πόρνη |
ρουγιά | όνειρο |
σαής (sai) | πεζοπόρος, αγγελιαφόρος, γραμματοκομιστής πληθ. σαήδες |
σάικα | ασφαλώς, εξάπαντως, αλήθεια |
σαϊντίζω | εκτιμώ, υπολογίζω, τιμώ |
σακκούλι | χρηματικό ποσό –500 γρόσια |
σαλαβάτι | ευχή: «ο θεός χαρίζει την ευλογία και την ειρήνη» |
σαλαμέτι | σωτηρία, κατευώδιο |
σαλντί(ρί)ζω | ορμώ |
σαντακάς | ελεημοσύνη |
σαντζάκ βέης | διοικητής μεραρχίας. (και αραβ. λιβά βέης) |
σαντζάκι | σημαία |
σαπριλίκι (sabir) | υπομονή |
σαρντίζω | περιβάλλω, περικυκλώνω, τυλίσσω, επιδένω πληγή |
σε(μ)πέπι (sebep) | αιτία, λογική σκέψη |
σεβντάς (sevda) | έρωτας |
σεΐζης | έμπιστος υπηρέτης, ιπποκόμος |
σεΐρι | θέα, διασκέδαση |
σεΐχης | ηγούμενος |
σεϊχου(λ)ισλάμης | ανώτερος αρχηγός του ισλάμ |
σελάμ | χαιρετισμός |
σελαμέτι | σωτηρία, ασφάλεια |
σελαμλίκι | ανδρωνίτης (στο ισόγειο της κατοικίας) |
σελάτος | κυρτός |
σελβί (selvi) | κυπαρίσσι |
σελέμης | αγοραστής φόρων |
σελί | χαμηλό μέρος ανάμεσα σε δύο βουνά |
σεμπιλχανές | βρύση κοινόχρηστη, (εκ φιλανθρωπικής κατασκευής) |
σεπέτι (sepet) | πανέρι, καλάθι, σεντούκι, δώρο επίσημο |
σερ(μ)πέτι | δροσιστικό ποτό, αρωματικό και ζαχαρούχο |
σεραμέτι | σχέδιο, σύσκεψη |
σερασκέρης | στρατιωτικός διοικητής, αρχιστράτηγος, γενικός διοικητής |
σερδάρ εκρέμ | στρατάρχης |
σερούρι | χαρά |
σερταρέ | θηλειά, βρόχος |
σετζτέ | λατρεία, προσκύνηση |
σεφέρι | πόλεμος- εκστρατεία, είδηση (και σιφέρι) |
σεχίτης | μάρτυρας |
σιγουρά(ν)τζα | διασφάλιση |
σιλιχτάρης | υπασπιστής του πασά |
σιντζα(ν)τές (seccade) | χαλί εορταστικών εκδηλώσεων |
σισανές (sisane) | πολεμικό τουφέκι εμπροσθογεμές |
σιφέρι (sefer) | περίσταση, εποχή |
σκάρες | γύπες, σαρκοβόρα πουλιά |
σκιας | τουλάχιστον |
σκληβώνω | κάμπτομαι, συγκινούμαι |
σοζουμάν ολσούμ | με το συμπάθιο |
σουβαρής | έφιππος χωροφύλακας, αγγελιαφόρος |
σουγγιά | λόγχες |
σούμπασης | αγροφύλακας, επιστάτης (και σούμπαχης) |
σουνετλή γκιαούρ | περιτετμημένος άπιστος, τουρκοκρητικός |
σουννέτι | περιτομή (σουνετζής, ο περιτέμνων) |
σουντούς (sündus) | όνομα στρώματος νεφών (sündürmek, εκτείνω,απλώνω) |
σουπές | αμφίβολος |
σουσούμια | γνωρίσματα |
σουτούν | στύλος, κίων |
σοφράς | τραπέζι με φαγητό |
σοχπέτι (sohbet) | συνομιλία |
σπαλέτο | γυναικείο φόρεμα |
σπαχής (sipâhî) | φεουδάρχης, άτακτος ιππέας (και εσπέχης) |
σπεράντζα | βόλτα, επιθεώρηση, περίπατος |
σπιροπούλι | γεράκι, άσπρο περιστέρι |
στιμάρω | εκτιμώ |
συγκουλές | κρίση, απόφαση (;) |
σφουγγίζω | σκουπίζω |
ταβάφι | στροφές περί τον κααβά (;) |
ταβλόπιστος | χριστιανός, εικονολάτρης |
ταγύ | τροφή αλόγων |
ταΐνι | σιτηρέσιο |
ταϊφάς | ομάδα, πλήρωμα, στρατιωτικό σώμα |
τακάτι | δύναμη, αντοχή |
τακρίριο | αναφορά |
ταλάδες | αρπαγές, λεηλασίες, αυθάδεια (ατάλε) |
ταμπούτι | φέρετρο |
ταμπούτι (tabut) | φέρετρο, νεκρός |
ταραμπουλούσι | τρίπολη της συρίας |
ταρικάθια | δόγματα, θρησκευτικές αιρέσεις |
ταρουμάρω | διασκορπίζω (και ταρουμαρίζω) |
τάταρης (tatar) | αυτοκρατορικός ταχυδρόμος |
ταϋτέρου | αύριο |
ταχινή | πολύ πρωί, το επόμενο πρωί |
τεκκελής | τρόφιμος μοναστηριού (τεκκέ), μοναχός |
τεμεννάς | χαιρετισμός, υπόκλιση |
τεμεσούκοϊ (temoşa) | φανερά, θέα, κοίταγμα |
τενεχίρι (tenesir) | χαμηλό τραπέζι, πάγκος |
τερτίπια | σχέδια |
τες | τότε |
τεσκερές | γράμμα, σημείωμα |
τεφτέρι | σημειωματάριο, γραφή |
τζασίτης | κατάσκοπος |
τζεβαερικά (cevahir) | χρυσαφικά, διαμάντια, στολίδια (και τζοβάιρα) |
τζεβάπι | απάντηση |
τζελίλης | έξοχος |
τζεναζέ ναμάζι | νεκρώσιμη ακολουθία |
τζεννέτι | παράδεισος |
τζερεμές (cereme) | πρόστιμο, φόρος |
τζίνσι | είδος ζώου |
τζούγκρα | ανώμαλο έδαφος |
τζούνκιμ | αφού, διότι |
τίβοτσι | τίποτα, κάτι |
τιμουρούκι | όργανο βασανισμού |
τοβλέτι | κράτος (και δοβλέτι – ντοβλέτι) |
τοκάρω | μιλώ, απευθύνομαι |
τοπανάς | κανόνι |
τοπές | μεταμέλεια |
τορναλέτον | σκέπασμα κλίνης |
τουκιάνι | κατάστημα, αγορά της πόλης |
τουκιαντζής | καταστηματάρχης |
τουρνατζής (turnaci) | αρχικά οι τουρνατζήδες αποτελούσαν ιδιαίτερο γενιτσαρικό σώμα, που εκπαίδευε τους κυνηγετικούς σκύλους του σουλτανου και έκανε το παιδομάζωμα. αργότερα αξιωματούχος κοντά στο σουλτάνο. |
τουφάνι | κατακλυσμός |
τσαΐρι | χλωρό χορτάρι |
τσακάκι (çaki) | σουγιάς, τραπεζομάχαιρο |
τσαλοπατώ | πατώ και καταστρέφω |
τσάρκα | λαφυραγωγία, ζωοκλοπή |
τσάρκια | έλικες, τροχοί, ρόδες του ατμοπλοίου (και τσέρκια) |
τσαρσί | αγορά, οδός (τσαρσί – τσαρσί, από τη δημοσιά) |
τσελεπής (celebi) | ηγεμονόπαις, ευγενής, ένδοξος |
τσεπ(χ)ανές | πυριταποθήκη, αποθήκη όπλων |
τσεπελής | ευγενής, ψιλομαθημένος |
τσικίνι | χρυσό βενετικό νόμισμα, αξίας 20 χρυσών δραχμων. (και τσεκίνι) |
τσιμπουξής | επιμελητής της καπνοσύριγγας του σουλτάνου. |
τσιφλίκι | αγρόκτημα, μετόχι |
τσουρώ | κρημνίζω |
τσόχα | είδος υφάσματος και χαλιού υποδοχής (πληθ. τσοχάδες) |
τσοχαντάρης (cokadar) | ενδυματολόγος του σουλτάνου |
φακίρης (fakir) | φτωχός, ταπεινός |
φάρζιο | υποθέσεις |
φαρφουρί (fagfuri) | πορσελάνινο (και φαφλουρί) |
φερίκ | αντιστράτηγος |
φερμάνι | διάταγμα |
φέσι (fes) | κάλυμα κεφαλής χωρίς γείσο |
φεσφεσές (fesvese) | υπόνοια, υποψία |
φετφάς (fetva) | ιερονομική ρήτρα, ποινική γνωμοδότηση, απόφανση |
φηκάρι | θηκάρι, θήκη μαχαιριού |
φιρκάς (firka) | μεραρχία |
φκαιραίνω | χύνω, αδειάζω |
φλαμπουζάνι | (άγνωστη λέξη) |
φουριαρεύω | φεύγω βιαστικά, εξαγριώνομαι |
φράγκοι | οι ευρωπαίοι γενικώς, και ειδικότερα οι γάλλοι |
φωτικλιά τσικίνια | λαμπερά, χρυσά φλουριά |
χαβαλές (havale) | επιφόρτιση, μετάθεση χρέους |
χαβάνι (havan) | γουδί |
χαβάς (hava) | άνεμος, ατμόσφαιρα , μουσικός σκοπός |
χαββά | εύα |
χαβεσιλίκι (haveslik) | ζωηρή επιθυμία, πάθος |
χαβούζα | δεξαμενή νερού |
χαζ(η)ρέτ | άγιος |
χάζι | ευχαρίστηση, απόλαυση |
χαζιρεύω | προετοιμάζω |
χαζίρης | έτοιμος |
χαϊλάζης | οκνηρός, αργός |
χαϊμαλί | φυλακτό |
χαΐνης (hain) | επαναστάτης, αντιστασιακός στα βουνά |
χάιντες (haydi) | εμπρός, έλα τώρα, άντε να πάμε– |
χαϊρέτι (hayir) | αγαθοεργία, καλοσύνη, εύνοια |
χαΐρι (hayir) | όφελος, καλό |
χάιτας (hayta) | άνεργος, αποστάτης |
χάκι | δικαίωμα, περιουσιακός κλήρος |
χακικάτ | αλήθεια |
χαλάλι | δες χελάλι |
χαλαμπαλίκι (kalabalik) | θόρυβος συνωστισμός |
χαλίλης | ειλικρινής φίλος. |
χαλίσικος (halis) | αγνός αμιγής |
χαλίφης | αρχηγός του ισλάμ |
χαμάμ(ι) | δημόσιο λουτρό |
χαμπέρι | είδηση, πληροφορία |
χανιαλής | χανιώτης |
χανούμη | κυρία |
χαντζέρι (hancer) | μακρύ μαχαίρι, κυρτό πολεμικό σπαθί (και χαντζάρι) |
χαπίσι (hapis) | φυλακή (η χάπση) |
χαράμι | αθέμιτο, άδικο |
χαραρέτι (hararet) | πυρετός, θερμότητα, δίψα |
χαράτσι | φόρος κεφαλικός |
χαρέμι | γυναικωνίτης |
χαρεμλίκι | γυναικωνίτης (ανώγειο κατοικίας) |
χαρέτι | έκπληξη, θαυμασμός |
χαρμπαλέτα (η) | το όπλο |
χαρτζιλίκι | μικρό ποσό για καθημερινά έξοδα |
χάσικος | καθαρός, υπήκοος υποταγμένος (χας ραγιάς ↔ ασή ραγιάς) |
χασιλαμάς (haslama) | εξαιρετική ποιότητα |
χασίλι (hasil) | χορτοβοσκή – τελωνείο |
χατήρι | χάρη, εξυπηρέτηση |
χαττί σερίφ | ιερό γράμμα |
χαττί χουμαγιούν | αυτοκρατορική διαταγή |
χεκίμ | γιατρός |
χελάλι ή χαλάλι (helal) | χάρισμα, νόμιμο, θεμιτό (αντίθ. χαράμι) |
χεριάτ | θείος νόμος |
χετζώνω | ανθίσταμαι, φοβούμαι |
χιλάφι | διαφορά |
χιλές (hille) | απάτη |
χιλός | χυλός, πολτώδες ρόφημα (για το χιλό, για το θεό) |
χιμμέτι | προθυμία, προσπάθεια |
χιράμι (ihiram) | κλινοσκέπασμα, χαλί |
χιτζάζ | αραβία. |
χιτς | καθόλου, ουδαμώς |
χλαμπιντάνι | (άγνωστη λέξη) |
χολιάζω | στενοχωριέμαι (και χολιώ) |
χοτζέτι (hüccet) | τίτλος ιδιοκτησίας |
χουβαρντάς (hovarda) | γενναιόδωρος |
χούγια | έξεις, ήθη (χούϊ, συνήθεια) |
χουζούρι (huzur) | η άνεση |
χουρήδες | νύμφες του παραδείσου (ουρί) |
χουρχουλούκια | κρεμαστάρια της ζώνης |
χουτζούμι | αντίσταση |
χτήμα | άλογο, υποζύγιο |
χυλαντίζω | περιχύνω, μουσκεύω |
ψαρόγαρος | η σαρδέλα (πληθ. τους ψαρογάρους) |
ψηφί | υπόληψη (ψηφώ) |
ψιακώνω | δηλητηριάζω |
ψιγομαραίνομαι | παγώνω και μαραίνομαι |
ψιχάλι | μικρό κομμάτι, ελάχιστο |
ψωρόκαπες | οι έλληνες από το ελεύθερο βασίλειο |
ωζά (αλλού οζά) | τα ζώα, τα πρόβατα |
ωξαποπισωθιό | κατόπιν |